καταμπέχω

From LSJ
Revision as of 22:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμπέχω Medium diacritics: καταμπέχω Low diacritics: καταμπέχω Capitals: ΚΑΤΑΜΠΕΧΩ
Transliteration A: katampéchō Transliteration B: katampechō Transliteration C: katampecho Beta Code: katampe/xw

English (LSJ)

and κατ-ίσχω, encompass, εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ Χθονί, i.e. bury him, E.Hel.853; μηκάδων μέλη, Χλόην καταμπέχοντα full of green herbs, i.e. either fed on grass or stuffed with herbs, Antiph.1; cover, τὰ κράνη -αμπέχοντες Plu.Crass. 11.

German (Pape)

[Seite 1364] (s. ἔχω u. ἀμπέχω), umthun, umgeben, bedecken; Antiphan. bei Ath. III, 112 d; τὰ κράνη Plut. Crass. 11.

French (Bailly abrégé)

couvrir.
Étymologie: κατά, ἀμπέχω.

Greek (Liddell-Scott)

καταμπέχω: καὶ -ίσχω, περιέχω, περιβάλλω, εὔψυχον ἄνδρα… καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ, δηλ. θάπτουσιν, Εὐρ. Ἑλ. 853· μηκάδων μέλη, χλόην καταμπέχοντα, πλήρη χλόης, δηλ. ἢ τρεφόμενα διὰ τῆς χλόης ἢ παρεγεμισμένα μὲ…, Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκοις» 1· ἄρτους ἰπνὸν καταμπέχοντας, κατέχοντας, πληροῦντας τὸν κλίβανον, ὁ αὐτ. ἐν «Ὀμφ.» 1.

Greek Monolingual

καταμπέχω και καταμπίσχω (Α)
1. περιβάλλω, περικλείω (α. «εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ χθονί», Ευρ.
β. «μηκάδων μέλη, χλόην καταμπέχοντα», Αντιφάν.)
2. καλύπτω, σκεπάζω («ἐπειρῶντο μὲν τὲν αἴσθησιν άποκρύπτειν τὰ κράνη καταμπέχοντες», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀμπέχω / ἀμπίσχω «περιβάλλω»].

Greek Monotonic

καταμπέχω: και -ίσχω, περικλείω, περιβάλλω, κ. ἐν τύμβῳ, δηλ. τον θάβουν, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καταμπέχω: окружать, покрывать, т. е. маскировать (ветвями или листвой) (τὰ κράνη Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αμπέχω en κατ-αμπίσχω omhullen.

Middle Liddell

and -ίσχω
to encompass, κ. ἐν τύμβῳ, i. e. to bury him, Eur.