λαξευτός

From LSJ
Revision as of 22:39, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαξευτός Medium diacritics: λαξευτός Low diacritics: λαξευτός Capitals: ΛΑΞΕΥΤΟΣ
Transliteration A: laxeutós Transliteration B: laxeutos Transliteration C: laxeftos Beta Code: laceuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

A hewn out of the rock, LXX De.4.49, Ev.Luc.23.53.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
taillé dans la pierre, fait en pierres de taille.
Étymologie: λαξεύω.

Greek (Liddell-Scott)

λαξευτός: -ή, -όν, λελαξευμένος, Ἑβδ. (Δευτ. Δ΄, 49), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 53.

English (Strong)

from a compound of las (a stone) and the base of ξηρός (in its original sense of scraping); rock-quarried: hewn in stone.

English (Thayer)

λαξευτη, λαξευτον (from λαξεύω, and this from λᾶς a stone, and ξέω to polish, hew), cut out of stone: μνῆμα, Sept., Aq. in Joshua 13:20); nowhere in Greek authors).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λαξευτός, -ή, -όν) λαξεύω
αυτός που έχει λαξευθεί, γλυπτός, σκαλιστός («καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. επιμελημένος, καλοφτειαγμένος
2. (για λόγο) γλαφυρός.

Greek Monotonic

λαξευτός: -ή, -όν, σκαλισμένος σε πέτρα, λαξευμένος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

λαξευτός: высеченный в скале (μνῆμα NT).

Middle Liddell

λαξευτός, ή, όν
hewn out of the rock, NTest. [from λαξεύω

Chinese

原文音譯:laxeutÒj 拉-克修拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:岩石-鑿刻 相當於: (פִּסְגָּה‎)
字義溯源:石頭鑿成的,切石頭的;由(λάρυγξ)X*=石)與(ξηρός)=枯乾的,挖削)組成;其中 (ξηρός)出自 (ξέστης)=容器,罐,而 (ξέστης)又出自(ξέστης)X*=光滑)。比較: (λατομέω)=鑿石
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 石頭鑿成的(1) 路23:53