πάχος

From LSJ
Revision as of 22:56, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰ́χος Medium diacritics: πάχος Low diacritics: πάχος Capitals: ΠΑΧΟΣ
Transliteration A: páchos Transliteration B: pachos Transliteration C: pachos Beta Code: pa/xos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, (παχύς) A thickness, τόσσον ἔην μῆκος τόσσον π. Od.9.324; εἰ ἔχοι π. ἔχοι ἂν μόρια Meliss.9; τὸ πάχος τοῦ τείχους Th.1.93; τῆς πλίνθου Id.3.20: pl., τὰ πάχη τῶν τριχῶν Arist.HA517b8; τὰ πάχη αὐτῶν ἐκμυελιεῖ LXX Nu.24.8; σκήνεια ὀρθὰ καὶ πάχη ἔχοντα PCair.Zen.353.11 (iii B. C.): abs., πάχος = in thickness, Hdt.4.81, IG12.372.11; also πάχει μάκει τε Pi.P.4.245. 2 σαρκὸς πάχος stoutness, E.Cyc. 380; διὰ πάχος τοῦ σώματος Antiph.19; opp. λεπτότης, Pl.R.523e, etc. 3 consistency, thickness, of liquids or fluids, Arist.Sens.441a29, GA739a12; τὸ πάχος τῆς θαλάσσης, attributed to its saltness, Id.Mete. 359a7; ὥστε γίνεσθαι τὸ πάχος ὡς κυκεῶνα Ph.Bel.89.21. 4 in concrete sense, thick mass, Dsc.5.18.

German (Pape)

[Seite 539] εος, τό, die Dicke; Od. 9, 324; πάχει μάκει τε, Pind. P. 4, 245; σαρκός, Eur. Cycl. 379; u. in Prosa, Her. 4, 81, Thuc. 3, 20, τείχους, 1, 90; Plat. im Ggstz von λεπτότης, Rep. VII, 523 e; Folgde.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 épaisseur;
2 embonpoint.
Étymologie: R. Παγ, ficher, figer, rendre consistant, épaissir ; cf. πήγνυμι, παχύς.

Greek (Liddell-Scott)

πάχος: [ᾰ], εος, τό, (παχύς) ὡς καὶ νῦν, τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον π. Ὀδ. Ι. 324· τὸ π. τοῦ τείχους Θουκ. 1. 93· τῆς πλίνθου 3. 20, πληθ., τὰ π. τῶν τριχῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 10, 2· ― ἀπολ., πάχος, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 4. 81· οὕτω, πάχει μάκει τε Πινδ. Π. 4. 436. 3) π. σαρκός, ὡς καὶ νῦν, Εὐρ. Κύκλ. 380· διὰ πάχος τοῦ σώματος Ἀντιφάνης ἐν «Αἰόλῳ» 2· ἀντίθετ. τῷ λεπτότης, Πλάτ. Πολ. 523Ε, κτλ. 3) π. ἔχειν, εἶμαι παχύς, ἔχω σύστασιν ἢ πυκνότητά τινα, ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 4. 7, περὶ Ζ. Γεν. 2. 4, 20· τὸ π. τῆς θαλάσσης, ἀποδιδόμενον εἰς τὴν ἁλμυρότητα αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 3, 36.

English (Autenrieth)

εος: thickness, Od. 9.324†.

English (Slater)

πᾰχος thickness (δράκων) ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (P. 4.245)

Greek Monolingual

το, ΝΑ
1. (για στερεά σώματα) η μικρότερη από τις τρεις διαστάσεις τους, κν. το χόντρος
2. (για πρόσ. και ζώα) α) (γενικά) η συνολική μάζα του σώματος
β) παχυσαρκία, υπερβολικό βάρος του σώματος
3. (για υγρά) χαρακτηρισμός της ρευστότητας, ιδιαίτερα του παχύρρευστου υγρού
νεοελλ.
ζωικό λίπος, ξίγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς (πρβλ. βάθος: βαθύς, βάρος: βαρύς)].

Greek Monotonic

πάχος: [ᾰ], -εος, τό (παχύς),
1. πυκνότητα, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.· απόλ., πάχος, το πάχος, σε Ηρόδ.
2. πάχος σαρκός, σωματική, μυική δύναμη, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάχος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ παχύς] dikte:; τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος εἰσοράασθαι zo lang en zo dik was (de staak) om te zien Od. 9.324; τὸ πάχος τοῦ τείχους de dikte van de muur Thuc. 1.93.5; acc. resp.:. πάχος in dikte Hdt. 4.81.4. dikheid:. οἳ σαρκὸς εἶχον εὐτραφέστατον πάχος die de meest weldoorvoede lijfelijke dikheid bezaten Eur. Cycl. 380.

Russian (Dvoretsky)

πάχος: εος (ᾰ) τό
1) толщина (sc. τοῦ ῥοπάλου Hom.; τοῦ τείχους Thuc.): τὰ πάχη τῶν τριχῶν Arst. различная толщина волос; π. σαρκός Eur. упитанность;
2) (о жидкости), плотность (τῆς θαλάσσης Arst.).

Middle Liddell

πᾰ́χος, ος, εος, τό, παχύς
1. thickness, Od., Thuc.:— absol., πάχος in thickness, Hdt.
2. π. σαρκός stoutness, Eur.

English (Woodhouse)

fatness, thickness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Arabic: سَمَاكَة‎; Armenian: հաստություն; Belarusian: таўшчыня; Bulgarian: дебелина; Catalan: espessor; Chinese Mandarin: 厚度; Czech: tloušťka; Finnish: paksuus; French: épaisseur, grosseur; Galician: grosura; German: Dicke; Greek: πάχος; Ancient Greek: πάχος; Hungarian: vastagság; Irish: tiús; Italian: spessore, grossezza; Japanese: 厚み; Korean: 두께; Lao: ຄວາມຫນາ; Latin: crassitudo; Latvian: biezums, resnums; Macedonian: дебелина; Malay: ketebalan; Occitan: espessor; Polish: grubość; Portuguese: grossura, espessura; Romanian: grosime; Russian: толщина; Serbo-Croatian Cyrillic: дебљѝна; Roman: debljìna; Slovak: hrúbka; Slovene: debelina; Spanish: grosor, espesura; Thai: ความหนา; Ukrainian: товщина; Vietnamese: dày