περονάω

From LSJ
Revision as of 08:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περονάω Medium diacritics: περονάω Low diacritics: περονάω Capitals: ΠΕΡΟΝΑΩ
Transliteration A: peronáō Transliteration B: peronaō Transliteration C: peronao Beta Code: perona/w

English (LSJ)

A pierce, transfix, δουρὶ μέσον περόνησε Il.7.145, 13.397; π. μέσον τὸν βραχίονα D.H.6.11; ἔδειξε… τὰς χεῖρας ὡς ἦσαν πεπερονημέναι Cels. ap. Origenes Cels.2.55. 2 Med., buckle on one's mantle, one's robe, χλαῖναν περονήσατο, ἑανὸν περονᾶτο, Il.10.133, 14.180; λῶπος περονᾶσθαι Theoc.14.66, cf. A.R. 1.722.

German (Pape)

[Seite 602] durchstechen, durchbohren, δουρὶ μέσον περόνησε, Il. 7, 145. 13, 397. – Im med. ein Kleid mit der Spange durchstechen, um es sich am Leibe über den Schultern zu befestigen, ἀμφὶ δ' ἄρα χλαῖναν περονήσατο, Il. 10, 133, vgl. 14, 180; einzeln bei sp. D., wie Theocr. 14, 66.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
percer avec une pointe, acc.;
Moy. περονάομαι, περονῶμαι agrafer sur soi, acc..
Étymologie: περόνη.

Greek (Liddell-Scott)

περονάω: (περόνη) διατρυπῶ, κεντῶ, δουρὶ μέσον περόνησε Ἰλ. Η. 145, Ν. 397· π. μέσον τὸν βραχίονα Διον. Ἁλ. 6. 11· τὰς χεῖρας πεπερονημέναι Κέλσος παρ’ Ὠριγέν. 1. 429C 2) Μέσ., ἀμφὶ δ’ ἄρα χλαῖναν περονήσατο, «πόρπῃ συνέλαβεν, ἐνεπορπώσατο» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 133, Ξ. 180, Θεόκρ, 14. 66.

English (Autenrieth)

(περόνη), aor. περόνησε, mid. ipf. περονᾶτο, aor. περονήσατο: pierce, transfix; mid., fasten with a buckle about one, Il. 10.133, Il. 14.180. (Il.)

Spanish

atravesar

Greek Monotonic

περονάω: μέλ. -ήσω· Επικ. αόρ. αʹ περόνησα· τρυπώ, διαπερνώ, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., χλαῖναν περονήσασθαι, πιάνω με την πόρπη το μανδύα κάποιου, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περονάω [περόνη] ep. imperf. med. 3 sing. περονᾶτο; ep. aor. act. 3 sing. περόνησε, med. 3 sing. περονήσατο act. doorsteken, doorboren. med. vastspelden:. ἑανόν... κατὰ στῆθος περονᾶτο zij speldde haar jurk op de borst dicht Il. 14.180.

Russian (Dvoretsky)

περονάω:
1) прокалывать, пронзать (δουρὶ μέσον τινά Hom.);
2) med. закалывать, застегивать на себе (χλαῖναν Hom.; λῶπος ἄκρον Theocr.).

Middle Liddell

fut. ήσω epic aor1 περόνησα
to pierce, pin, Il.:—Mid., χλαῖναν περονήσασθαι to buckle on one's mantle, Il. [from περόνη