πλάθανον
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
τό, dish or mould in which bread, cakes, etc. were baked, Theoc.15.115, Nic.Fr.70.2, Poll.7.22, etc.: hence the baking-woman in Ar.Ra. is called Πλαθάνη; cf. πλαθά, κοροπλάθος.
German (Pape)
[Seite 624] τό, = Folgdm, Poll. 7, 22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
plateau rond pour faire le pain ou la pâtisserie, moule à gâteau, à pain.
Étymologie: πλατύς.
Greek (Liddell-Scott)
πλάθᾰνον: [ᾰ], τό, (πλατὺς) πλαστήριον ἐφ’ οὗ πλάσσουσιν ἄρτους, πλακοῦντας καὶ τὰ τοιαῦτα, Θεόκρ. 15. 115 (διάφ. γραφ. πλαθάνη), Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 369C (διάφ. γραφ. πλατάνοισι), Πολυδ. Ζ΄, 22, κτλ.· ― ἐντεῦθεν ἡ δούλη ἡ πλάσσουσα ἄρτους ἢ πλακούντια ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. λέγεται Πλαθάνη· ― ἄμυλος πλαθανίτας [ῑ], πλακούντιον ἐκ πλαστηρίου, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 643C, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Meineke.
Greek Monotonic
πλάθᾰνον: [ᾰ], τό (πλατύς), πλαστήρι, καλούπι, σκεύος στο οποίο ψήνονται τα γλυκίσματα, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάθανον -ου, τό [πλάττω] kneedplank.
Russian (Dvoretsky)
πλάθᾰνον: τό, v.l. πλαθάνη ἡ (λᾰ) доска или лист для печения Theocr.
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.
Meaning: cake mould, -form. (Theoc., Nic.).
Compounds: Synthet. compp. like κορο-πλάθος m. former of feminine figures, doll modeller (Pl., Isoc.
Derivatives: -ανίτας ἄμυλος cake baked in a mould (Philox. 3, 17; not quite certain); πλαθ-ά f. image, εἰκών (Dor. in Plu.); synthet. compp. like κορο-πλάθος m. former of feminine figures, doll modeller (Pl., Isoc.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The word is most prob. Pre-Greek (πλαθ- cannot be made in IE, as it had no short a; so not to πλάσσω{{)}.
}}
Middle Liddell
πλᾰ́θᾰνον, ου, τό, πλατύς
a mould in which cakes were baked, Theocr.
Frisk Etymology German
πλάθανον: {pláthanon}
Grammar: n.
See also: s. πλάσσω.
Page 2,549