πολύθηρος
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
ον, A with much game, full of wild beasts, νάπος E.Ph. 801 (lyr., Sup.). II mighty huntress, epithet of Δίκτυννα, Id.Hipp. 145 (lyr.). III taking many fish, Hld.5.18.
German (Pape)
[Seite 663] viel Wild habend; Eur. Hipp. 145; πολυθηρότατον νάπος, Phoen. 808; – viel fangend, von Fischen, Heliod. 5, 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en bêtes fauves.
Étymologie: πολύς, θήρ et θήρα.
Greek (Liddell-Scott)
πολύθηρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ἄγραν, πολὺ «κυνήγιον», δηλ. πολλὰ ἄγρια ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 145, Φοίν. 802. ΙΙ. ὁ συλλαμβάνων πολλοὺς ἰχθῦς, Ἡλιόδ. 5. 18.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά θηρία, πολλά άγρια ζώα
2. (συν. ως προσωνυμία της Δικτύννης) πολύ ικανός κυνηγός («οὐδ' ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.)
3. αυτός που ψαρεύει πολλά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θηρος (< θήρ, θηρός «άγριο ζώο, θηρίο»), πρβλ. παν-θηρος].
Greek Monotonic
πολύθηρος: -ον (θήρ), αυτός που είναι άφθονος σε άγρια ζώα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολύθηρος:
1) изобилующий дичью (νάπος Eur.);
2) увлеченный или вечно занятый охотой (Δικτυννα, т. е. Ἄρτεμις Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύθηρος -ον [πολύς, θήρ] rijk aan wild:. πολυθυρότατον νάπος bosrijk dal vol wilde dieren Eur. Phoen. 801.