πραγμάτιον

From LSJ
Revision as of 08:26, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰ́τιον Medium diacritics: πραγμάτιον Low diacritics: πραγμάτιον Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: pragmátion Transliteration B: pragmation Transliteration C: pragmation Beta Code: pragma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of πρᾶγμα, trifling matter, petty lawsuit or business, Ar.Nu.197,1004, Arr.Epict.1.27.16, POxy.746.6 (i A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 693] τό, dim. von πρᾶγμα, ein Geschäftchen; Ar. Nubb. 198. 991; Epinic. bei Ath. X, 432 c.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite affaire, particul. procès.
Étymologie: dim. de πρᾶγμα.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πρᾶγμα, μηδαμινὴ ὑπόθεσις, μικρὰ καὶ ἀσήμαντος δίκη, Ἀριστοφ. Νεφ. 197, 1004, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 27, 16, κλπ.

Greek Monolingual

το, Α πρᾶγμα, -ατος
1. μηδαμινή υπόθεση
2. μικρή και ασήμαντη δίκη.

Greek Monotonic

πραγμάτιον: τό, υποκορ. του πράγματος, μηδαμινή υπόθεση, μικρή και ασήμαντη δίκη, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πραγμάτιον -ου, τό [πρᾶγμα] zaakje.

Russian (Dvoretsky)

πραγμάτιον: (μᾰ) τό небольшой судебный процесс, дельце Arph.

Middle Liddell

πραγμάτιον, ου, τό, [Dim. of πρᾶγμα
a trifling matter, petty lawsuit, Ar.