πρόοψις

From LSJ
Revision as of 08:42, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόοψις Medium diacritics: πρόοψις Low diacritics: πρόοψις Capitals: ΠΡΟΟΨΙΣ
Transliteration A: próopsis Transliteration B: proopsis Transliteration C: proopsis Beta Code: pro/oyis

English (LSJ)

εως, ἡ, A foreseeing, Th.5.8. II seeing before one, οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ .. since there was no seeing where... cj. in Id.4.29 (προσόψεως codd.). III provision, σταθμῶν SIG880.15 (Pizus, iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 738] ἡ, das Vorhersehen, Thuc. 5, 8 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de prévoir ou de pourvoir à : ἄνευ προόψεως THC à l'improviste.
Étymologie: πρό, ὄψομαι.

Greek (Liddell-Scott)

πρόοψις: -εως, ἡ, τὸ ὁρᾶν τι πρότερον, Θουκ. 5. 8. ΙΙ. οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ..., οὐκ οὔσης εἰς τὸ πρόσω ὄψεως..., ὁ αὐτ. 4. 29 (διάφ. γραφ. προσόψεως).

Greek Monolingual

-όψεως, ἡ, Α ὄψις
1. πρόβλεψη
2. δυνατότητα θέας
3. μέριμνα, φροντίδα για κάτι.

Greek Monotonic

πρόοψις: -εως, ἡ, πρόβλεψη, σε Θουκ.· οὐκ οὔσης τῆς προόψεως, καθώς δεν υπήρχε όψη, πρόσοψη, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πρόοψις: εως ἡ
1) вид вперед, перспектива: οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ χρῆν ἀλλήλοις ἐπιβοηθεῖν Thuc. так как не видно было, с какой стороны можно было бы прийти друг другу на помощь;
2) предварительное обнаруживание: ἄνευ προόψεως (τοῦ πλήθους) Thuc. не показывая заранее (противникам) численности (своих войск).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρό-οψις -εως, ἡ voorafgaande aanblik.

Middle Liddell

πρό-οψις, εως,
a foreseeing, Thuc.; οὐκ οὔσης τῆς προόψεως since there was no seeing, Thuc.