σάρισα
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
English (LSJ)
ἡ, sarissa, a long pike used in the Macedonian phalanx, Thphr.HP3.12.2, Plb.2.69.9, 18.29.2, etc. (Freq. written σάρισσα, OvId.Metam.12.466, Lucan.8.298; but σάρισα appears in most of the best codd. of Plb.2.69, etc., and is recognized by Hdn.Gr.1.267.)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sarisse, lance macédonienne de 14 à 16 pieds de long.
Étymologie: DELG mot macéd.
Greek (Liddell-Scott)
σάρῑσα: ἡ, μακρὸν δόρυ ἐν χρήσει ἐν τῇ Μακεδονικῇ φάλαγγι, λόγχη μακρά, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 2, Πολύβ. 2. 69, 18, κτλ., ἴδε ἐπὶ πᾶσι 18. 12. Κοινῶς φέρεται σάρισσα, ἐξ ἀγνοίας ὅτι τὸ ι εἶναι φύσει μακρόν, ἴδε Ὀβίδ. Μεταμορφ. 12. 466, Lucan. 8. 298· πρβλ. Λάρισα· ἀλλ’ ὑπάρχει ἡ διάφορ. γραφ. σάρισα ἐν τῷ κειμένῳ τῶν πλείστων ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἴδε Schwigh. εἰς Πολύβ. 2. 69), καὶ ὁ τύπος οὗτος ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ κανόνος τοῦ Χοιροβοσκ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 236· παρὰ τοῖς Βυζ. σάριττα.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σάριττα Μ
(στην αρχ. Ελλ.) μακρύ δόρυ, μήκους 6 περίπου μέτρων, από ελαφρό και εύκαμπτο ξύλο, που χρησιμοποιούσαν οι οπλίτες, οι λεγόμενοι πεζέταιροι της μακεδονικής φάλαγγας, και το οποίο εισήγαγε ο πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου Φίλιππος Β'.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από κάποιον τ. της μακεδονικής διαλέκτου. Την λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. saris(s)a].
Greek Monotonic
σάρῑσα: ή -ισσα, ἡ, σάρισσα, μακρύ δόρυ, λόγχη που χρησιμοποιείται στη Μακεδονική φάλαγγα, σε Πολύβ. (ξέν. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
σάρῑσα: реже σάρισσα ἡ сариса (македонское копье длиною в 5-6 м) Polyb., Plut., Luc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: Macedonian lance (Thphr., Plb.); Lat. sarīs(s)a.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown; unsufficiently founded hypothesis by v. Blumenthal Hesychst. 21. Perh. Pre-Greek (Furnée 387.
Middle Liddell
σάρῑσα, ορ -ισσα, ἡ,
the sarissa, a long pike used in the Macedonian phalanx, Polyb. [A foreign word.]
Frisk Etymology German
σάρισα: {sárīsa}
Grammar: f.
Meaning: makedonische Lanze (Thphr., Plb.); lat. sarīs(s)a.
Etymology: Dunkel; unzulänglich begründete Hypothese bei v. Blumenthal Hesychst. 21.
Page 2,678