σίσυρνα

From LSJ
Revision as of 08:51, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίσυρνα Medium diacritics: σίσυρνα Low diacritics: σίσυρνα Capitals: ΣΙΣΥΡΝΑ
Transliteration A: sísyrna Transliteration B: sisyrna Transliteration C: sisyrna Beta Code: si/surna

English (LSJ)

[ῐ], ἡ,= σισύρα (q.v.), garment of skin, Alc.128 Diehl, Hdt.4.109, 7.67; τῆς σ. τῆς λεοντέας A.Fr.109; also σίσυρνος, ὁ (a kind of bandage, cf. σίσυρος), and σίσυρνον, τό, Hsch.:—Dim. σισύρνιον, τό, to be read in Sch. Theoc.5.15.

German (Pape)

[Seite 884] ἡ, = σισύρα; v.l. bei Her. 4, 109. 7, 67; Aesch. frg. 96; auch vom Schol. Ar. Ran. 1455 erwähnt; Schol. Av. 122 von σισύρα unterschieden; vgl. Poll. 7, 70.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. σισύρα.

Greek (Liddell-Scott)

σίσυρνα: ἡ, = σισύρα, ἔνδυμα ἐκ δορᾶς, διάφ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 4. 109., 7. 67· τῆς σ. τῆς λεοντείας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· ὡσαύτως σίσυρνος, ὁ, σίσυρνον, τό, Ἡσύχ.· - ὑποκοριστ. σισύρνιον (καὶ σισυρίνιον), τό, παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 5. 15.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. σισύρα.

Greek Monotonic

σίσυρνα: ἡ, = σισύρα, ένδυμα, χλαίνη από δέρμα ζώου, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίσυρνα -ας, ἡ zie σισύρα.

Middle Liddell

σίσυρνα, ἡ, = σισύρα
a garment of skin, Hdt.