σκυταλισμός

From LSJ
Revision as of 08:58, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠτᾰλισμός Medium diacritics: σκυταλισμός Low diacritics: σκυταλισμός Capitals: ΣΚΥΤΑΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: skytalismós Transliteration B: skytalismos Transliteration C: skytalismos Beta Code: skutalismo/s

English (LSJ)

ὁ, the reign of club-law at Argos, D.S.15.57, Plu.2.814b, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.534B.

German (Pape)

[Seite 908] ὁ, das Stockprügeln, ein mit Stockschlägen endigender Aufruhr; D. Sic. 15, 57; Plut. reip. ger. 17.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
« la Bastonnade », soulèvement à Argos, ainsi nommé du supplice qui fut infligé aux coupables.
Étymologie: σκύταλον.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠτᾰλισμός: ὁ, ξυλοκοπία, ῥαβδισμός, «ξυλοφόρτωμα», ἐν πολλῇ χρήσει ἐν Ἄργει, Διόδ. 15. 57, Πλούτ. 2. 814Β, Ἑλλάδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 534. 34.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(στην αρχαιότητα)
1. ραβδισμός με σκυτάλη, ξυλοκόπημα ή ακόμη και θανάτωση με σκυτάλη («σκυταλισμὸς... ὅσος παρ' ἑτέροις τῶν Ἑλλήνων οὐδέποτε γεγονέναι μνημονεύεται», Διόδ.)
2. η στάση που έγινε το 370 π.Χ. στο Άργος και ονομάστηκε έτσι από την ευρεία χρήση σκυταλών, δηλαδή ροπάλων, ως φονικών μέσων εναντίον τών στασιαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + κατάλ -ισμός μέσω ενός αμάρτυρου, στην Αρχαία, ρ. σκυταλίζω.

Russian (Dvoretsky)

σκῠτᾰλισμός:порка палками (вид казни мятежников в Аргосе) Diod., Plut.