ἀδιάσπαστος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, not torn asunder, uninterrupted, unbroken, X.Ages.1.4, Plb.1.34.5; inseparable, Dam.Pr.418, cf. Olymp.Alch.p.77B. Adv. ἀδιασπάστως Steph.in Hp. 1.65 D., Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
I 1ininterrumpido, ἀρχή X.Ages.1.4
•que no se rompe o interrumpe τὸ σύστημα ἀδιάσπαστον ἔμεινεν la formación se mantuvo sin romperse Plb.1.34.5.
2 que no se puede partir o separar, inseparable φύσις Olymp.Alch.p.77.21, ἕνωσις Cyr.Al.Pulch.59
•subst. τὸ ἀδιάσπαστον = indivisibilidad τὸ τοῦ ἑνὸς ἀδιάσπαστον Dam.in Prm.418.
II adv. ἀδιασπάστως = ininterrumpida, continuamente op. διαμεμερισμένως Steph.in Hp.Progn.46.16, cf. Gr.Nyss.Hom.Opif.174.14, ἀδιασπάστως· ἀχωρίστως Hsch.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non séparé, non interrompu.
Étymologie: ἀ, διασπάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάσπαστος: -ον, ὁ μὴ διεσπασμένος, μὴ διακεκομμένος, ἄθραυστος, Ξεν. Ἀγησ. 1.4, Πολύβ. 1, 34, 5, Γρηγ. Νύσσ. - Ἐπίρρ. ἀδιασπάστως, Ἡσύχ., Ἐκκλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάσπαστος: непрерывный, сплошной (τὸ τῆς τάξεως σύστημα Polyb.): διαγεγενημένος ἀ. Xen. длившийся непрерывно.