ἀνάκανθος

From LSJ
Revision as of 12:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκανθος Medium diacritics: ἀνάκανθος Low diacritics: ανάκανθος Capitals: ΑΝΑΚΑΝΘΟΣ
Transliteration A: anákanthos Transliteration B: anakanthos Transliteration C: anakanthos Beta Code: a)na/kanqos

English (LSJ)

ον, A without a spine, of certain fish, Hdt.4.53; κοχλίας Aenigm. ap. Ath.2.63b. 2 of plants, without thorns, Thphr.HP 3.12.9.

Spanish (DGE)

-ον
no espinoso, sin espinas de cierto pez κήτεά τε μεγάλα ἀνάκανθα, τὰ ἀντακαίους καλέουσι Hdt.4.53, κοχλίαι enigma en Ath.63b, de plantas, Thphr.HP 3.12.9.

German (Pape)

[Seite 191] ohne Dorn; ohne Rückgrat u. Gräten, Her. 4, 53; Ath. II, 63 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans arête.
Étymologie: , ἄκανθα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκανθος: -ον, ἄνευ ἀκανθής (ῥαχοκοκκάλου), οὕτως ὀνομάζεται ὁ ἀντακαῖος, ἰχθὺς μέγας ζῶν ἐν τῷ Βορυσθένει ποταμῷ καὶ ἀλλαχοῦ, Ἡρόδ. 4. 53. 2) ἐπὶ φυτῶν, ἄνευ ἀκανθῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 12, 9, «ἀνάκανθα ῥόδα» Κ. Μανασσ. Χρον. 202.

Greek Monolingual

-ον (Α ἀνάκανθος) ἄκανθα
1. ο χωρίς σπονδυλική στήλη, ραχοκοκαλιά
2. (για ψάρια, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν έχει αγκάθια
3. το αρσ. ως ουσ. ο ανάκανθος
είδος ψαριού.

Greek Monotonic

ἀνάκανθος: -ον (ἄκανθα), αυτός που δεν έχει ραχοκοκκαλιά· λέγεται για συγκεκριμένα ψάρια, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάκανθος: без костного хребта, бескостный (κήτεα Her.).

Middle Liddell

ἄκανθα
without spine, of certain fish, Hdt.