ἀντεμβάλλω

From LSJ
Revision as of 13:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεμβάλλω Medium diacritics: ἀντεμβάλλω Low diacritics: αντεμβάλλω Capitals: ΑΝΤΕΜΒΑΛΛΩ
Transliteration A: antembállō Transliteration B: antemballō Transliteration C: antemvallo Beta Code: a)ntemba/llw

English (LSJ)

A put in instead, τῇ γῇ παγκαρπίαν Thphr.HP9.8.7; substitute, Dsc.2.49. 2 intr., make an inroad in turn, X.HG3.5.4, Plb.5.96.3; attack in turn, Plu.Phil. 18.

Spanish (DGE)

1 tr. poner en sustitución de τῇ γῇ παγκαρπίαν Thphr.HP 9.8.7
sustituir τῶν δένδρων ... καὶ ἄν τι ἐγλείπει, ἀντεμβαλεῖ IG 22.2499.17 (Atenas IV a.C.), ἐξελόντας δὲ τὰ ἐντὸς δεῖ ἀντεμβάλλειν ἅλας Dsc.2.49, en v. pas. περὶ ἀντεμβαλλομένων βιβλίον libro acerca de los (medicamentos) sucedáneos Gal.19.721.
2 intr. hacer una incursión a su vez εἰς τὴν Φωκίδα X.HG 3.5.4, εἰς τὴν Στρατικήν Plb.5.96.3, ἐς τὴν χώραν D.C.36.54.5, cf. 40.33.2
abs. contraatacar οὐ τολμώντων ἀντεμβαλεῖν ἐκείνων Plu.Phil.18.

German (Pape)

[Seite 246] (s. βάλλω), dagegen hineinwerfen; intrans., od. sc. στρατόν, dagegen einen Einfall machen, εἴς τι, Xen. Hell. 3, 5, 4; Pol. 5, 96; einen Angriff erwidern, Plut. Philop. 18.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἀντενέβαλον;
jeter à son tour (une armée) dans, avec εἰς et l'acc..
Étymologie: ἀντί, ἐμβάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεμβάλλω: ἐμβάλλω τι ἀντί τινος, ἀντεμβάλλειν... τῇ γῇ παγκαρπίαν μελιττοῦταν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 8, 7. 2) ἀμεταβ., εἰσβάλλω καὶ ἐγὼ εἰς τὴν χώραν τοῦ εἰσβάλλοντος εἰς ἄλλην χώραν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 4, Πολύβ. 5. 96, 3· ἀντεπιτίθεμαι, Πλουτ. Φιλοπ. 18.

Greek Monolingual

ἀντεμβάλλω (Α)
1. βάζω κάτι αντί για κάτι άλλο
2. αντεπιτίθεμαι.

Greek Monotonic

ἀντεμβάλλω: μέλ. -βαλῶ, πραγματοποιώ εχθρική εισβολή ως ανταπόδοση, σε Ξεν.· επιτίθεμαι ως ανταπόδοση, αντεπιτίθεμαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεμβάλλω:
1) в свою очередь вторгаться (εἰς χώραν Xen., Polyb.);
2) взаимно нападать Plut.

Middle Liddell


to make an inroad in turn, Xen.: to attack in turn, Plut.