ἀργυρικός
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
ή, όν, of, for, or in money: φόρος cash rental, AJA16.13 (Sardes, iv B.C.); ἀργυρικά, τά, taxes paid in money, ἀργυρικῶν πράκτωρ, πρακτορεία, BGU15 i 13 (ii A.D.), PLond.2.306 (ii A.D.); ζημίαι ἀ. IG22.1028.81 (i B.C.), cf. D.S.12.21, Plu.Sol.23; τέλος Str.11.13.8, cf. PRyl.133.16 (i A.D.), etc. Adv. ἀργυρικῶς ἢ σωματικῶς κολασθήσονται OGI664.17 (Egypt, i A.D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que cuesta dinero, por dinero op. a gratuito ἀργυρικὸν σφόδρα πλούσίον ἀγῶνα Timae.45, δείξεις D.L.4.38.
2 consistente en dinero, pecuniario φόρος Sardis 1.1.12 (IV a.C.), PSarap.23.8 (II d.C.), 27.23 (II d.C.), τίμημα D.H.2.10, τελέσματα ITemple of Hibis 4.41 (I d.C.), PPetaus 17.30 (II d.C.), PN.York 20.14 (IV d.C.), cf. PCair.Isidor.103.14 (IV d.C.), τέλος Str.11.13.8, ζημία D.H.10.35, IG 22.1028.81 (I a.C.), LXX 1Es.8.24, D.S.12.21, Plu.Sol.23
•subst. τὰ ἀργυρικά tributos pagados en dinero πράκτωρ ἀργυρικῶν BGU 15.1.13 (II d.C.), PLond.306.5 (II d.C.), PMil.Vogl.237.5 (III d.C.), cf. PLeit.5.5 (II d.C.), PWarren 7.13 (IV d.C.), PN.York 21.12 (III/IV d.C.).
3 referente al dinero λόγος ἀργυρικός estado de cuentas, balance, POxy.474.17, 33 (II d.C.), PFlor.77.7 (III d.C.).
4 que contiene dinero ἀργυρικόν γραμματεῖον cofre para el dinero Hsch.s.u. ἀργυροθήκη.
5 de plata δραχμαί PMil.Vogl.241.4 (II d.C.), [μνᾶ] anón. en POxy.3455.45.
II adv. -ῶς pecuniariamente ἢ ἀ. ἢ σωματικῶς κολασθήσεται IFayoum 75.17 (I d.C.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l'argent, pécuniaire.
Étymologie: ἄργυρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρικός: -ή, -όν, χρηματικός, ἀργυρικὴ ζημία, χρηματικὸν πρόστιμον, Διόδ. 12. 21, Πλουτ. Σόλων 23.
Greek Monolingual
ἀργυρικός, -ή, -όν (Α) αργύριον
ο χρηματικός («ἀργυρική ζημία» — χρηματικό πρόστιμο).
Greek Monotonic
ἀργῠρικός: -ή, -όν (ἄργυρος), αυτός που προέρχεται ή προορίζεται να κοπεί σε ασήμι, ο χρηματικός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρικός: уплачиваемый серебром, денежный (ζημία Diod., Plut.).