ἀσοφία
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
ἡ, folly, stupidity, Plu.Pyrrh.29, Luc.Astr.2; rejected by Poll.4.13.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Luc.Astr.2
ignorancia, necedad ἀσοφίαν πολλήν Plu.Pyrrh.29, ἀμουσίη ... ἀ. Luc.l.c., cf. Poll.4.13, Pall.V.Chrys.20 p.146.
German (Pape)
[Seite 372] ἡ, Thorheit, von Poll. 4, 13 verworfen.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
folie.
Étymologie: ἄσοφος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσοφία: ἡ, ἔλλειψις σοφίας, ἀνοησία, μωρία, Πλουτ. Πύρρ. 29, Λουκ. Ἀστρολ. 2· ὁ Πολυδ. (Δ΄, 13) δὲν παραδέχεται τὴν λέξιν, «ἄσοφος, εἰ καὶ μή ἐστιν ἡ ἀσοφία».
Greek Monolingual
ἀσοφία, η (Α) άσοφος
η έλλειψη σοφίας, η μωρία, η απερισκεψία.
Greek Monotonic
ἀσοφία: ἡ, απερισκεψία, ηλιθιότητα, σε Πλούτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσοφία: ἡ безумие, глупость Plut., Luc.