ἐγκαθίημι

From LSJ
Revision as of 14:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαθίημι Medium diacritics: ἐγκαθίημι Low diacritics: εγκαθίημι Capitals: ΕΓΚΑΘΙΗΜΙ
Transliteration A: enkathíēmi Transliteration B: enkathiēmi Transliteration C: egkathiimi Beta Code: e)gkaqi/hmi

English (LSJ)

A let down, ἐς τὴν χύτραν Ar.Lys.308. 2 send in as agents, Plu.Pyrrh. 11:—Pass., of a catheter, to be passed, Ruf. Ren.Ves.7.11. II commit, entrust, Ζεὺς ἐγκαθίει (for -ίησι) Αοξίᾳ θεσπίσματα A.Fr.86.

Spanish (DGE)

• Morfología: [perf. act. part. ἐγκαθεικώς Plb.Fr.22.13.5]
1 meter adentro, introducir c. rég. prep. de lugar o dat. εἰς τὴν χύτραν τὸν φανὸν ἐγκαθέντες Ar.Lys.308, θήλειαν ... ζωὴν ἐγκαθιέντες introduciendo la hembra de cierto pez viva en una nasa, Opp.H.4.112, διακόψας ... τὸν Πέλοπα ἐγκαθῆκε λέβητι Sch.Pi.O.1.40a, ἑαυτὰς τοῖς ὕδασιν Sch.Arat.942
fig. de un oráculo Ζεὺς ἐγκαθίει Λοξίᾳ θεσπίσματα A.Fr.86.2
medic., de una sonda o catéter μήλην ποιησάμενος κασσιτερίνην ἐγκαθιέναι Hp.Mul.1.60, cf. en v. pas. Ruf.Ren.Ves.7.11
asentar, instalar ἅτε τοῦ Φιλίππου πάλαι τοὺς αὐλικοὺς ἐγκαθεικότος εἰς τὰς πόλεις ταύτας Plb.l.c.
2 infiltrar, enviar como agente o espía ἦσαν δέ τινες οὓς αὐτὸς ὁ Πύρρος ἐγκαθίει Plu.Pyrrh.11.
3 ἐγκαθιέμενοι· ἀφιέντες Sud.

German (Pape)

[Seite 703] (s. ἵημι), hinein u. hinunter lassen; εἰς χύτραν τὸν φανόν Ar. Lys. 308; hineinschicken, τινὰς εἰς τὰς πόλεις Pol. 23, 13, 5, wie Plut. Pyrrh. 11. – Übertr., ταῦτα γὰρ πατὴρ Ζεὺς ἐγκαθίει Λοξίᾳ, eingeben, Aesch. frg. 79.

French (Bailly abrégé)

f. ἐγκαθήσω;
faire tomber, laisser tomber, déposer : τινὰς εἰς πόλεις PLUT mettre garnison dans des villes.
Étymologie: ἐν, καθίημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαθίημι: καταβιβάζω, εἰς τόπον Ἀριστοφ. Λυσ. 308· ἀποστέλλω ἐντὸς ὡς φρουράν, εἰς τὴν πόλιν Πλούτ. Πύρρ. 11. ΙΙ. ἐμπιστεύω, παραδίδωμί τινί τι, Ζεὺς ἐγκαθίει (ἀντὶ -ίησι) Λοξίᾳ θεσπίσματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 82.

Greek Monolingual

ἐγκαθίημι (Α)
1. κατεβάζω
2. αναθέτω
3. (για καθετήρα) διαβιβάζομαι, περνιέμαι.

Greek Monotonic

ἐγκαθίημι: μέλ. -καθήσω, κατεβάζω, στέλνω μέσα, τοποθετώ ως φρουρά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαθίημι: (fut. ἐγκαθήσω)
1) всовывать, всаживать, вкладывать (τὸν φανὸν εἰς τὴν χύτραν Arph.);
2) посылать, направлять (τοὺς αὐλικοὺς εἰς τὰς πόλεις Polyb.);
3) тайно подсылать (τινά Plut.);
4) внушать, подсказывать (θεσπίσματά τινι Aesch.).

Middle Liddell

fut. -καθήσω
to let down: to send in as a garrison, Plut.