ἐπαγρυπνέω

From LSJ
Revision as of 15:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαγρυπνέω Medium diacritics: ἐπαγρυπνέω Low diacritics: επαγρυπνέω Capitals: ΕΠΑΓΡΥΠΝΕΩ
Transliteration A: epagrypnéō Transliteration B: epagrypneō Transliteration C: epagrypneo Beta Code: e)pagrupne/w

English (LSJ)

A keep awake and think over, keep a watchful eye on, τινί Luc.Tim.14; πράξεσι Onos.1.4: abs., Luc.Gall.31, Plu.Brut.37; ὡς . . PTeb.27.75 (ii B. C.). 2 watch for, ἀπωλείᾳ τινὸς -ηκώς D.S. 14.68: abs., Aristaenet.1.27.

German (Pape)

[Seite 893] auf, über Etwas wachen, Plut. Brut. 37 u. a. Sp.; ταῖς μεγίσταις πράξεσιν Onosand. 1, 3; auf Etwas lauern, D. Sic. 14, 68.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 veiller sur, τινι;
2 veiller pour, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀγρυπνέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγρυπνέω: ἀγρυπνῶ ἐπί τινι, Λατ. invigilare, τὸν κακοδαίμονα καὶ ἀνέραστον δεσπότην... ἐπαγρυπνεῖν ἐάσας τοῖς τόκοις Λουκ. Τίμ. 14· ὁρᾶς ἐπαγρυπνοῦντα αὐτὸν ἐπὶ φροντίδων ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεκτρ. 31, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 37· μεταφ., παραφυλάττω, παραμονεύω τι μετὰ πολλῆς προσοχῆς, διὰ παντὸς ἐπηγρυπνηκὼς τῇ τούτων ἀπωλείᾳ Διοδ. 14. 68· ἀπολ., Ἀρισταίν. 1. 27.

Greek Monotonic

ἐπαγρυπνέω: μέλ. -ήσω, αγρυπνώ και κρυφομελετώ, σκέπτομαι ανήσυχα, τινί, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰγρυπνέω:
1) бодрствовать Luc., Plut.;
2) выжидать (ἐπηγρυπνηκὼς τῇ ἀπωλείᾳ τινός Diod.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to keep awake and brood over, τινί Plut., Luc.