ἐπιβριθής
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
ές, falling heavy upon, A.Eu.965 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 931] ές, darauf lastend, von den Erinnyen, παντὶ χρόνῳ δ' ἐπιβριθεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις Aesch. Eum. 923, mit der ganzen Macht sich darauf werfend. Vgl. das folgde Verbum.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui pèse de tout son poids, accablant.
Étymologie: ἐπιβρίθω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβρῑθής: -ές, ἔχων βαρύτητα εἴς τι, παντὶ χρόνῳ δ’ ἐπιβριθεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις, περὶ τῶν Μοιρῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 695.
Greek Monolingual
ἐπιβριθής, -ές (Α)
αυτός που πέφτει βαρύς πάνω σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βριθής (< βρίθος «βάρος»)].
Greek Monotonic
ἐπιβρῑθής: -ές, αυτός που πέφτει βαρύς ή με σφοδρότητα πάνω σε, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβρῑθής: тяжело или гневно обрушивающийся, грозно тяготеющий (ἐπιβριθεῖς τινι Μοῖραι Aesch.).