ἐπιρρήσσω
English (LSJ)
v. ἐπιρράσσω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. itér;
1 frapper violemment sur, acc. ; repousser avec force, pousser pour fermer;
2 déchirer (un vêtement) acc..
Étymologie: ἐπί, *ῥήσσω, c. ῥήγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρήσσω: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἐπιρράσσω, σύρω, σπρώχνω τι ἐπί τινος μετὰ δυνάμεως, περὶ μοχλοῦ ἢ ὀχέως, «σύρτου», ὃν μετεχειρίζοντο ὅπως κλειδώσωσι θύραν, θύρην δ’ ἔχε... ἐπιβλής..., τὸν τρεῖς μἐν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί, τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον Ἰλ. Ω. 454, πρβλ. 456 καὶ ἴδε ἐπιρράσσω. 2) παρασύρω βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ ἀνέμου, οἵ μιν ἐπιρρήσσουσιν Ὀππ. Ἁλ. 1. 634: - καὶ ἀμεταβ., ἐκρήγνυμαι, ἐπὶ ἀνέμου, Ἄρατ. 292.
English (Autenrieth)
only ipf. iter. ἐπιρρήσσεσκον, drove to, pushed home, Il. 24.454, 456. (Il.)
Greek Monolingual
ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. αντί ἐπιρράσσω (Α)
1. τραβώ με τη βία και κλείνω («θύρην δ’ ἔχε μοῦν
ος ἐπιβλής εἰλάτινος, τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», Ομ. Ιλ.)
2. (για άνεμο) (αμτβ.) ορμώ βίαια, ξεσπώ
3. (για άνεμο) (με αιτ.) εφορμώ εναντίον, παρασύρω ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. και ιων. τ. αντί επιρράσσω < επί + ράσσω «χτυπώ, καταβάλλω»].
Greek Monotonic
ἐπιρρήσσω: μέλ. -ξω, Επικ. παρατ. -ρήσσεσκον, Ιων. αντί ἐπιρράσσω· σπρώχνω με δύναμη, κλείνω βίαια, θύρην, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρήσσω: эп.-ион. ἐπιρράσσω захлопывать, задвигать (τὸν ἐπιβλῆτα Hom.; πύλας Soph.).