ἐπιρρήγνυμι
English (LSJ)
rend, πέπλον δ' ἐπέρρηξ' ἐπὶ συμφορᾷ A.Pers.1030 (lyr.); split, Heliod. ap. Orib.48.21.3; break, νάρθηκας Alciphr.3.51.
French (Bailly abrégé)
briser en frappant sur.
Étymologie: ἐπί, ῥήγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρήγνῡμι: μέλλ. -ρήξω: ἀόρ. ἐπέρρηξα: - ῥηγνύω, «ξεσχίζω», πέπλον δ’ ἐπέρρηξ’ ἐπὶ συμφορᾷ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1028. Πρβλ. ἐπιρράσω, ἐπιρρήσω, ἐπίρρακτος.
Greek Monolingual
ἐπιρρήγνυμι (Α) ρήγνυμι
1. σχίζω, ξεσχίζω («πέπλον δ’ ἐπέρρηξ’ ἐπί συμφορᾷ κακοῦ», Αισχύλ.)
2. διαρρηγνύω, σπάζω, παραβιάζω.
Greek Monotonic
ἐπιρρήγνῡμι: μέλ. -ρήξω, αόρ. αʹ ἐπέρρηξα· αποσπώ, ξεσχίζω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρήγνῡμι: (aor. ἐπέρρεξα) (при чем-л.) разрывать, раздирать (πέπλον ἐπὶ συμφορᾷ Aesch.).
Middle Liddell
fut. -ρήξω aor1 ἐπέρρηξα
A. ἐπιρρήγνυμι to rend, Aesch.
B. ἐπιρράσσω
I. to dash to, slam to, πύλας Soph.
II. intr. to break or burst upon one, Soph.
C. ἐπιρρήσσω, ionic for ἐπιρράσσω
1. to dash to, shut violently, θύρην Il.