ἐσχάριος

From LSJ
Revision as of 15:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχάριος Medium diacritics: ἐσχάριος Low diacritics: εσχάριος Capitals: ΕΣΧΑΡΙΟΣ
Transliteration A: eschários Transliteration B: escharios Transliteration C: escharios Beta Code: e)sxa/rios

English (LSJ)

ον, of or on the hearth, πῦρ AP7.210 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1045] zum Heerde gehörig, auf dem Heerde, πῦρ Antip. Sid. 63 (VII, 2101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne le foyer, l'âtre.
Étymologie: ἐσχάρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχάριος: -ον, ἀνήκων εἰς τὴν ἐσχάραν, τὴν ἑστίαν ἢ κατάλληλος δι᾿ αὐτήν, πῦρ Ἀνθ. Π. 7. 210.

Greek Monolingual

ἐσχάριος, -ον (Α) εσχάρα
αυτός που ανήκει στην εσχάρα ή είναι κατάλληλος γι' αυτήν.

Greek Monotonic

ἐσχάριος: -ον (ἐσχάρα), κατάλληλος για την σχάρα ή αυτός που ανήκει στην εστία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐσχάριος: (ᾰ) горящий на очаге (πῦρ Anth.).

Middle Liddell

ἐσχάριος, ον ἐσχάρα
of or on the hearth, Anth.