ἐσχάριος
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ον, of or on the hearth, πῦρ AP7.210 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1045] zum Heerde gehörig, auf dem Heerde, πῦρ Antip. Sid. 63 (VII, 2101.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne le foyer, l'âtre.
Étymologie: ἐσχάρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχάριος: -ον, ἀνήκων εἰς τὴν ἐσχάραν, τὴν ἑστίαν ἢ κατάλληλος δι᾿ αὐτήν, πῦρ Ἀνθ. Π. 7. 210.
Greek Monolingual
ἐσχάριος, -ον (Α) εσχάρα
αυτός που ανήκει στην εσχάρα ή είναι κατάλληλος γι' αυτήν.
Greek Monotonic
ἐσχάριος: -ον (ἐσχάρα), κατάλληλος για την σχάρα ή αυτός που ανήκει στην εστία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐσχάριος: (ᾰ) горящий на очаге (πῦρ Anth.).