ἴπτομαι

From LSJ
Revision as of 17:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴπτομαι Medium diacritics: ἴπτομαι Low diacritics: ίπτομαι Capitals: ΙΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: íptomai Transliteration B: iptomai Transliteration C: iptomai Beta Code: i)/ptomai

English (LSJ)

fut. ἴψομαι: aor. 1 ἰψάμην:—press hard, oppress, μέγα δ' ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν Il.1.454, 16.237; τάχα δ' ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν 2.193: generally, hurt, harm, σὺ τόνδε μηρὸν ἴψω; Theoc.Adon.19, cf. Str. 8.6.7:—Act., ἴπτω, = βλάπτω, only in EM481.3; ἶψαι, ἴψας, Hsch. (Perh. related to ἰάπτω (B) or to ἶπος.)

French (Bailly abrégé)

f. ἴψομαι, ao. ἰψάμην;
1 presser, accabler;
2 blesser, endommager.
Étymologie: cf. ἰπόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἴπτομαι: μέλλ. ἴψομαι: - ἀποθ., πιέζω ἰσχυρῶς, καταπιέζω, μέγα ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Α. 454, Π. 237· τάχα ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν Β. 193· καθόλου, ἐπιφέρω βλάβην, βλάπτω, Θεόκρ. 30. 19, πρβλ. Στράβ. 370. - ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει τοὺς ἐνερ. τύπους, ἶψαι, ἴψας (Ἡ ῥίζα εἶναι ΙΠ, ἶπος, ἰπόω, κτλ.)

English (Autenrieth)

fut. ἴψεται, aor. 2 sing. ἴψαο: smite, chastise, afflict; said of gods and kings, Il. 1.454, Il. 2.193.

Greek Monolingual

ἴπτομαι (Α)
1. πιέζω ισχυρά, καταπιέζω («μέγα δ' ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)
2. ζημιώνω
3. (το ενεργ. μόνο στο Μέγα Ετυμολογικόν και στον Ησύχ.) ίπτω
βλάπτω
4. χτυπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ἴπτομαι < θ. ἴπ- του ἶπος «βάρος, φορτίο», του οποίου μαρτυρείται β' εν. ένσιγμου αορ. ἴψαο και μέλλ. ἴψεται στον Όμηρο].

Greek Monotonic

ἴπτομαι: μέλ. ἴψομαι, Επικ. βʹ ενικ. αορ. αʹ ἴψαο, αποθ., πιέζω ισχυρά, καταπιέζω, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἴπτομαι:
1) поражать, карать (μέγα ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν Hom.);
2) поражать, повреждать, ранить (τὸν μηρόν Theocr.).

Frisk Etymological English

Meaning: press
See also: s. ἶπος.

Middle Liddell


, fut. ἴψομαι: epic 2nd sg. aor1 ἴψαο: Dep.:— to press hard, oppress, Il., Theocr.

Frisk Etymology German

ἴπτομαι: {*íptomai}
Forms: Aor. ἴψασθαι
Grammar: v.
Meaning: pressen, drücken
See also: s. ἶπος.
Page 1,735