ὑπόσκληρος
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ον, somewhat hard, Hp.Fract.11, Art.86.
German (Pape)
[Seite 1232] etwas hart; Hippocr.; Luc. merc. cond. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu dur.
Étymologie: ὑπό, σκληρός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόσκληρος: -ον, ὀλίγον τι σκληρός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 760, π. Ἄρθρ. 840.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόσκληρος, -ον, ΝΑ σκληρός
λίγο σκληρός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόσκληρος:
1) жестковатый (φάττα Luc.);
2) немного суровый на вид (ἀνήρ Luc.).