ὑποφθάνω

From LSJ
Revision as of 18:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφθάνω Medium diacritics: ὑποφθάνω Low diacritics: υποφθάνω Capitals: ΥΠΟΦΘΑΝΩ
Transliteration A: hypophthánō Transliteration B: hypophthanō Transliteration C: ypofthano Beta Code: u(pofqa/nw

English (LSJ)

[ᾰ], aor. A ὑπέφθην A.R.4.307; part. ὑποφθάς Il.7.144; also in Med. aor. part. (v. infr.): later aor. 1 ὑπέφθᾰσα (v. infr.):—haste before, be or get beforehand, ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν getting beforehand he pierced him through the middle, Il.l.c.; ἔγραψεν ὑποφθάσας Plu.Pomp.21:—also in part. Med., κτεῖνεν ὑποφθάμενος Od.4.547. II c. acc., to be beforehand with one, A.R. l.c., Plu. Aem.26, etc.:—Med., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Od.15.171, cf. AP 9.227 (Bianor).

French (Bailly abrégé)

ao. réc. ὑπέφθασα, ao.2 ὑπέφθην;
devancer ou prévenir vivement ; abs. τινα qqn;
Moy. ὑποφθάνομαι (part. ao.2 ὑποφθάμενος) m. sign.
Étymologie: ὑπό, φθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφθάνω: [ᾰ]· ἀόρ. ὑπέφθην, ἀπαρέμφ. ὑποφθῆναι, μετοχ. ὑποφθάς, ὡσαύτως ἐν τῇ μετοχ. τοῦ μέσ. ἀορίστ. (ἴδε κατωτ.)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ ὑπέφθᾰσα. Σπεύδω πρότερον, προλαμβάνω, προφθάνω, ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν, προλαβὼν διετρύπησεν αὐτόν, «προφθάσας, προλαβὼν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 144· ἔγραψεν ὑποφθάσας Πλουτ. Πομπ. 21· οὕτω καὶ ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ μέσου ἀορ. ὑποφθάμενος κτεῖνεν Ὀδ. Δ. 547. ΙΙ. μετ’ αἰτ., προλαμβάνω τινά, εἶμαι πρότερος αὐτοῦ ἔν τινι, τῷ καὶ ὑπέφθη πρός γε βαλὼν ὑπὲρ αὐχένα γαίης Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 307, Πλουτ. Αἰμίλ. 26, κλπ.· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Ὀδ. Ο. 171, πρβλ. Ἀνθ. Π. 227. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε τὸ ῥῆμα φθάνω].

English (Autenrieth)

aor. 2 part. ὑποφθάς, mid. aor. 2 part. ὑποφθάμενος: be or get beforehand, anticipate.

Greek Monolingual

Α φθάνω
1. προφθάνω, προλαβαίνω
2. προηγούμαι κάποιου («ὑποφθάσας τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ὑποφθάνω: [ᾰ], αόρ. βʹ ὑπ-έφθην, απαρ. ὑπο-φθῆναι, μτχ. -φθάς, επίσης σε Μέσ. μτχ. -φθάμενος,
I. σπεύδω πριν από, προλαβαίνω, προφθαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑποφθάμενος κτεῖνεν, σε Ομήρ. Οδ.
II. με αιτ., προηγούμαι κάποιου σε κάτι, σε Πλούτ. — Μέσ., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφθάνω: тж. med. упреждать, предупреждать, опережать: ὑποφθὰς δουρὶ περόνησεν Hom. забежав вперед, (Ликург) пронзил (его) копьем; τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Hom. упредив (Менелая), она сказала следующее; ὑ. τινά Plut. предупреждать кого-л. своим приходом; ὑ. τὴν ἀπόκρισιν Plut. дать первым ответ.

Middle Liddell

aor2 ὑπ-έφθην inf. ὑπο-φθῆναι part. -φθάς mid. part. -φθάμενος
I. to haste before, be or get beforehand, Il.; ὑποφθάμενος κτεῖνεν Od.
II. c. acc. to be beforehand with one, Plut.; Mid., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Od.