ὑποτρίβω

From LSJ
Revision as of 18:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτρίβω Medium diacritics: ὑποτρίβω Low diacritics: υποτρίβω Capitals: ΥΠΟΤΡΙΒΩ
Transliteration A: hypotríbō Transliteration B: hypotribō Transliteration C: ypotrivo Beta Code: u(potri/bw

English (LSJ)

[ῑ],
A rub a little or rub gently, Hp.Genit.1.
2 rub down for mixing in a dish, σήσαμ' ὑ. εἰς ταύτην (sc. ἅλμην) Damox.2.38, cf. Cratin.27; v. ὑπότριμμα.
II rub off beneath or rub off gradually:— Pass., ὑποτρίβεσθαι τὰς ὁπλάς, of horses, wear their hoofs off, D.S. 17.94: so intr. in Act., ὑποτρίβουσι τοῖς ποσί Hippiatr.53: cf. foreg.
III in Pass., to be aggravated or become chronic, of diseases, Aët.9.35.

French (Bailly abrégé)

frotter en dessous, user en dessous par le frottement ; abs. user le sabot en parl. d’un cheval.
Étymologie: ὑπό, τρίβω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτρίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω, τρίβω ὀλίγον ἢ ἠρέμα, Ἱππ. 231. 46. 2) τρίβω τι πρὸς ἀνάμιξιν, καὶ σήσαμ’ ὑποτρίβοντες εἰς ταύτην (δηλ. τὴν ἅλμην) Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 38, πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Δηλιάσι» 7· καὶ ἴδε ὑπότριμμα. ΙΙ. τῶν ἵππων τὰς ὁπλὰς ὑποτετρῖφθαι συνέβαινε, συνέβαινε νὰ φθείρωνται ἐκ τῆς πολλῆς τριβῆς αἱ ὁπλαὶ τῶν ἵππων, Διόδ. 17. 94· πρβλ. τὸ προηγ.

Greek Monolingual

ΜΑ τρίβω
1. τρίβω ελαφρά
2. τρίβω και ανακατεύω με άλλο υλικό
3. (το παθ.) ὑποτρίβομαι
(για τις οπλές τών αλόγων) φθείρομαι από το τρίψιμο.

Greek Monotonic

ὑποτρίβω: [ῑ], μέλ. -ψω, σκουπίζω, τρίβω τα υπολείμματα φαγητού ενός πιάτου, σε Κρατίν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτρίβω: (ῑ) стирать снизу: τὰς ὁπλὰς ὑποτρίβεσθαι Diod. (о лошади) стирать себе копыта.

Middle Liddell

fut. ψω
to rub down the ingredients of a dish, Cratin.