διαθροέω
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
spread a report, give out, ὡς Th.6.46; δ. ἐν ταῖς πόλεσιν ὅτι .., X.HG1.6.4:—Pass., D.C.53.19, 61.8.
Spanish (DGE)
divulgar, extender una noticia, hacer público c. ac. ταῦτα Th.8.91, D.C.56.46.1, πολλὰ καὶ ἄτοπα D.C.78.1
•c. or. complet. διεθρόησαν ὡς χρήματα πολλὰ ἴδοιεν Th.6.46, c. ὅτι X.HG 1.6.4, D.C.44.15.3, 73.14.4
•en v. pas. πάντα ... διαθροεῖται D.C.53.19.4, ὡς γεγονότα διεθροεῖτο D.C.61.8.5.
German (Pape)
[Seite 579] ein Gerücht verbreiten; Thuc. 6, 46; Xen. Hell. 1, 6, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
répandre un bruit, divulguer, publier.
Étymologie: διά, θροέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-θροέω een gerucht verspreiden.
Russian (Dvoretsky)
διαθροέω:
1) распускать слух (ὡς … Thuc. и ὅτι … Xen.);
2) разносить, разглашать (τοὺς λόγους ἐν τῷ στρατοπέδῳ Plut.).
Greek Monotonic
διαθροέω: μέλ. -ήσω, διαδίδω φήμη, διαφημίζω, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διαθροέω: διαδίδω φήμην, διαφημίζω, Θουκ. 6. 46· δ. ἐν ταῖς πόλεσιν, ὅτι… Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4· - τὸ παθ. παρὰ Δίωνι Κ. 53. 19., 61. 8.