κατοικτείρω

From LSJ
Revision as of 20:44, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικτείρω Medium diacritics: κατοικτείρω Low diacritics: κατοικτείρω Capitals: ΚΑΤΟΙΚΤΕΙΡΩ
Transliteration A: katoikteírō Transliteration B: katoikteirō Transliteration C: katoikteiro Beta Code: katoiktei/rw

English (LSJ)

or κατοικτ-ίρω, irreg. aor. -οικτείρησα LXX4 Ma.8.20, 12.2: —A have mercy or compassion on, τινα Hdt.1.45, 4.167, al., S.OT13, E. Heracl.445, IG9(2).255 (Pharsalus); τὸ τῆς μητρὸς γῆρας LXX4 Ma. 8.20. II intr., feel, show compassion, κατοικτείραντα ἐρωτᾶν ask in compassion, Arist.Rh.1393b28; -οικτῖραι ὡς βραχὺς εἴη ὁ βίος feel compassion at the thought that... Hdt.7.46.

German (Pape)

[Seite 1403] vemitleiden; τοιάνδε ἕδραν Soph. O. R. 13; Eur. Heracl. 446; sp. D., wie Agath. 14 (V, 218); in Prosa, Her. 1, 45. 4, 167 Xen. Cyr. 7, 3, 13; absolut, Mitleid empfinden oder bezeugen, Her. 7, 46.

French (Bailly abrégé)

v. κατοικτίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοικτείρω zie κατοικτίρω.

Russian (Dvoretsky)

κατοικτείρω: иметь сострадание, жалеть (τινά Her., Eur., Xen. etc.): κ. ἕδραν τινά Soph. быть тронутым каким-л. зрелищем; ἐσῆλθέ με κατοικτεῖραι Her. меня охватило чувство жалости.

Greek Monolingual

κατοικτείρω και κατοικτίρω (ΑΜ)
1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι κάποιον («Κροῑσος δὲ τούτων ἀκούσας τον τε Ἄδρηστον κατοικτείρει», Ηρόδ.)
2. δείχνω συμπάθεια, συμπαθώ («κατοικτείραντα ἐρωτᾶν» — να ρωτήσει με συμπάθεια, Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οἰκτείρω «ευσπλαγχνίζομαι, λυπάμαι»].

Greek Monotonic

κατοικτείρω: ή —ίρω, μέλ. -ερῶ,
I. τρέφω συμπόνοια ή έλεος για, τινά, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
II. αμτβ., αισθάνομαι ή δείχνω συμπόνοια, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικτείρω: (-τίρ-) αἰσθάνομαι μέγαν οἶκτον, ἔλεον ἢ συμπάθειαν μετὰ λύπης πρός τινα, τινὰ Ἡρόδ. 1. 45., 4. 167, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 13, Εὐρ. 445, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., αἰσθάνομαι ἢ δεικνύω συμπάθειαν, Ἡρόδ. 7. 46· κατοικτείραντα ἐρωτᾶν, νὰ ἐρωτήσῃ μετὰ συμπαθείας, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 6.

Middle Liddell

fut. ερῶ
I. to have mercy or compassion on, τινά Hdt., Soph., Eur., etc.
II. intr. to feel or show compassion, Hdt.