πλουτοδότης

From LSJ
Revision as of 21:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτοδότης Medium diacritics: πλουτοδότης Low diacritics: πλουτοδότης Capitals: ΠΛΟΥΤΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: ploutodótēs Transliteration B: ploutodotēs Transliteration C: ploutodotis Beta Code: ploutodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, giver of riches, Hes.Op.126; θεός Ph. 1.232; ἥρωνι π. Arch.Anz.45.147 (Chios); epithet of Dionysus, Poet. ap.Sch.Ar.Ra.482; of Zeus, Orph.H.73.4; of Zeus-Helios-Sarapis, Not.Scav.1912.323; of Pluto, Luc.Tim.21:—in form πλουτο-δώτης, ου, ὁ, epithet of Men, BCH23.389.

German (Pape)

[Seite 638] ὁ, Reichthumgeber, Vermögengeber; Hes. op. 128; Luc. Tim. 21.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui donne la richesse, qui enrichit.
Étymologie: πλοῦτος, δίδωμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλουτοδότης -ου, ὁ [πλοῦτος, δίδωμι] schenker van rijkdom.

Russian (Dvoretsky)

πλουτοδότης: ου ὁ податель богатств (эпитет богов) Hes., Luc.

Spanish

dador de riquezas

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. πλουτοδότρα Ν, και πλουτοδώτης, ο, Α
αυτός που παρέχει πλούτο, που χαρίζει αγαθά
αρχ.
1. προσωνυμία του Διονύσου
2. προσωνυμία του Διός
3. προσωνυμία του ΗλίουΣαράπιδος
4. προσωνυμία του Πλούτωνος
5. (και στον τ. πλουτοδώτης) προσωνυμία του Μηνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ολβοδότης.

Greek Monotonic

πλουτοδότης: -ου, ὁ, αυτός που δίνει πλούτο, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτοδότης: -ου, ὁ, ὁ δίδων πλοῦτον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἥμ. 125· ὄνομα τοῦ Διονύσου, Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 482· «ὡσαύτως τοῦ Πλούτωνος, Λουκ. Τίμ. 21· θηλ. -δότις, -ιδος, ἐλευθέριος, μεγαλόδωρος, χεὶρ Βυζ.· ― οὕτω πλουτο-δοτήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀνθ. Π. 9. 525, 17· πλουτο-δότειρα, ἡ, θηλ. τοῦ πλουτο-δοτήρ, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 3, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.

Middle Liddell

πλουτο-δότης, ου, ὁ,
giver of riches, Hes., Anth.