ποντοπορεύω

From LSJ
Revision as of 21:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντοπορεύω Medium diacritics: ποντοπορεύω Low diacritics: ποντοπορεύω Capitals: ΠΟΝΤΟΠΟΡΕΥΩ
Transliteration A: pontoporeúō Transliteration B: pontoporeuō Transliteration C: pontoporeyo Beta Code: pontoporeu/w

English (LSJ)

pass over the sea, Ep.inf. -έμεναι Od.5.277: elsewhere in part., πλέεν… ποντοπορεύων ib.278, cf.7.267: later in med., Orac. ap. Plu.Thes.24.

German (Pape)

[Seite 681] das Meer bereisen, befahren, Od. 5, 277. 7, 267 u. sp. D., wie Theaet. Schol. 4 (Plan. 221); auch im med., or. bei Plut. Thes. 24.

French (Bailly abrégé)

parcourir ou traverser la mer.
Étymologie: ποντοπόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποντοπορεύω en ποντοπορέω [ποντοπόρος] over zee varen.

Russian (Dvoretsky)

ποντοπορεύω: Hom., med. Plut. = ποντοπορέω.

English (Autenrieth)

and ποντοπορέω: traverse the sea. (Od.)

Greek Monolingual

Α ποντοπόρος
διαπλέω τη θάλασσα, ποντοπορώ, θαλασσοπορώ.

Greek Monotonic

ποντοπορεύω: περνώ πάνω από τη θάλασσα, Επικ. απαρ. -έμεναι, σε Ομήρ. Οδ.· μτχ. ποντοπορεύων, αυτός που διασχίζει τη θάλασσα, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποντοπορεύω: διέρχομαι τὴν θάλασσαν, Ἐπικ. ἀπαρ. -έμεναι Ὀδ. Ε. 277· ἐν τῷ ἑπομένῳ στίχῳ κατὰ μετοχήν, πλέεν... ποντοπορεύων Ε. 278, Η. 267· μεταγεν. ὡς ἀποθ., Χρησμ. ἐν Πλουτ. Θησεῖ 24.

Middle Liddell

ποντοπορεύω,
to pass over the sea, epic inf. -έμεναι Od.; part. ποντοπορεύων sea-traversing, Od.