προσγυμνάζω

From LSJ
Revision as of 21:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσγυμνάζω Medium diacritics: προσγυμνάζω Low diacritics: προσγυμνάζω Capitals: ΠΡΟΣΓΥΜΝΑΖΩ
Transliteration A: prosgymnázō Transliteration B: prosgymnazō Transliteration C: prosgymnazo Beta Code: prosgumna/zw

English (LSJ)

A exercise at or in a thing, τινι Pl.Lg.647c:—Med., ὁ -αζόμενος,=sq., Gal.6.177 (v.l. προγ-) ; π. τινί Alex.Aphr.in Top.232.3; πολέμῳ -γεγυμνασμένος Plu.Marc.27. 2 metaph. in Med., enter into a contest with, τινι D.Chr.36.27: abs., M.Ant.6.20.

German (Pape)

[Seite 754] dabei, daran üben; Plat. Legg. I, 647 c; τῷ πολέμῳ προσγεγυμνασμένος, Plut. Marcell. 27.

French (Bailly abrégé)

exercer à, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, γυμνάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-γυμνάζω trainen in, met dat.: πολέμῳ προσγεγυμνασμένος getraind in de oorlog Plut. Marc. 27.3.

Russian (Dvoretsky)

προσγυμνάζω: упражнять, приучивать упражнением (τινά Plat.; τῷ πολέμῳ προσγεγυμνασμένος Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. ασκώ, γυμνάζω κάποιον σε κάτι επί πλέον
2. μτφ. κατέρχομαι σε αγώνα με κάποιον
3. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ προσγυμναζόμενος
ο προσγυμναστής.

Greek Monotonic

προσγυμνάζω: μέλ. -σω, εξασκώ σε ή μέσα σε ένα πράγμα, σε Πλάτ. — Παθ., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσγυμνάζω: γυμνάζω, ἀσκῶ εἴς τι πράγμα, Πλάτ. Νόμ. 647C. ― Μέσ., ἀσκῶ ἐμαυτόν, γυμνάζομαι, Δίων Χρυσ. 2. 86. ― Παθ., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ Πλουτ. Μάρκελλ. 27.

Middle Liddell

fut. σω
to exercise at or in a thing, Plat.:—Pass., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ Plut.