συμπαρακολουθέω

From LSJ
Revision as of 22:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρᾰκολουθέω Medium diacritics: συμπαρακολουθέω Low diacritics: συμπαρακολουθέω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΩ
Transliteration A: symparakolouthéō Transliteration B: symparakoloutheō Transliteration C: symparakoloutheo Beta Code: sumparakolouqe/w

English (LSJ)

follow along or in a parallel line with, keep up with, τινι Pl.Plt.308d, etc.; ἡτύχη σ. τῷ ἀνθρώπῳ Aeschin.3.157; ἡ μνήμη σ. τῷ χρόνῳ Isoc.5.134; σ. τῷ λόγῳ Pl.Plt.271c: abs., φόβος -ῶν X.Hier.6.6, cf. Aeschin.3.233.

German (Pape)

[Seite 984] mit folgen od. begleiten; καλῶς τῷ λόγῳ συμπαρηκολούθηκας, Plat. Polit. 271 c, d. i. der Rede folgen, sie verstehen; φόβος, Xen. Hier. 6, 6; Aesch. 3, 233; Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
suivre pas à pas, suivre sur une ligne parallèle, τινι.
Étymologie: σύν, παρακολουθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρακολουθέω op de voet volgen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρᾰκολουθέω:
1) сопровождать, следовать (τινι Plat., Aeschin.): φόβος πάντων τῶν ἡδέων συμπαρακολουθῶν Xen. опасения, сопровождающие все наслаждения; ἡ μνήμη ἡ τῷ χρόνῳ συμπαρακολουθοῦσα Isocr. память в веках;
2) следить: τῷ λόγῳ ξ. Plat. следить за беседой.

Greek Monotonic

συμπαρᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ κάποιον σε παράλληλη πορεία, συμβαδίζω με κάποιον, συνοδεύω κάποιον, τινί, σε Ισοκρ. κ.λπ.· απόλ., σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρᾰκολουθέω: παρακολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον ἢ παραλλήλως, συμβαδίζω μετά τινος, τινι Πλάτ. Πολιτικ. 308D, κτλ.· ἡ τύχη σ. τῷ ἀνθρώπῳ Αἰσχίν. 87. 12· ἡ μνήμη σ. τῷ χρόνῳ Ἰσοκρ. 109C· σ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Πολιτικ. 271C· ἀπολ., συμπ. φόβος Ξεν. Ἱέρ. 6. 6.

Middle Liddell

fut. ήσω
to follow in a parallel line with, keep up with, τινί Isocr., etc.: absol., Xen.