ψαρός

From LSJ
Revision as of 22:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾱρός Medium diacritics: ψαρός Low diacritics: ψαρός Capitals: ΨΑΡΟΣ
Transliteration A: psarós Transliteration B: psaros Transliteration C: psaros Beta Code: yaro/s

English (LSJ)

(A), ά, όν, (ψάρ) A like a starling, i. e. speckled, dappled, ψ. ἵππος a dapple-grey horse, Ar.Nu.1225, LXX Za.1.8; Arist.HA632b19 distinguishes it fr. ποικίλος, which implies that the spots are more distinctly marked:—Comp. ψαρότερος Ael.NA12.28, Aët.11.11.
ψαρός (B), ά, όν, neut. ψαρόν, τό, name of a siccative powder, Paul.Aeg.7.13.11; perhaps cf. ψηρός.

German (Pape)

[Seite 1391] eigtl. von der Farbe des Staars, staargrau, übh. grau, aschgrau, gesprenkelt; ἵππος Ar. Nubb. 1224 (ποικίλος, σποδοειδής, die Erkl. ταχύς ist wohl falsch); Arist. H. A. 9, 49; Ael. H. A. 12, 28; von ποικίλος unterschieden, dieses bezeichnet Mehrfarbigkeit, jenes Abstufungen derselben Farbe, Grau in Grau, wie die Farbe der Staare ist, dah. es Plin. H. N. 10, 29 durch concolor übersetzt.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
d'un gris pommelé;
Cp. ψαρότερος.
Étymologie: DELG ψάρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψαρός -ά -όν [ψάρ] spreeuwachtig, d.w.z. gespikkeld:. ψαρὸς ἵππος gespikkeld paard Aristoph. Nub. 1225.

Russian (Dvoretsky)

ψᾱρός:
1) пятнистый, пестрый (κίχλη Arst.);
2) серый в яблоках (ἵππος Arph.).

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / ψαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ψαριά Ν ψάρ
(κυρίως για ζώα) αυτός που έχει γκρίζο τρίχωμα
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει αρχίσει να ασπρίζει, γκριζομάλλης
2. (στον Ερωτόκρ.) (για άλογο) ταχύς
αρχ.
1. διάστικτος, κατάστικτος
2. ποικιλόχρωμος.
(II)
-ά, -όν, Α
βλ. ψηρός.

Greek Monotonic

ψᾱρός: -ά, -όν (ψάρ), αυτός που μοιάζει με ψαρόνι, δηλ. αυτός που έχει στίγματα, κατάστικτος, γκρίζος· ψαρὸς ἵππος, παρδαλό γκρι (φαιό) άλογο, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾱρός: -ά, -όν, (ψὰρ) ὅμοιος πρὸς ψᾶρα Δηλ. ἔχων στίγματα, κατάστικτος, ψ. ἵππος, κατάστικτος φαιὸς ἵππ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1225 (ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ ταχύς, οἱονεὶ ἐκ τοῦ ψαίρω, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ)· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 2, διακρίνει τὸ ψαρὸς ἀπὸ τοῦ ποικίλος, ὅπερ σημαίνει ὅτι τὰ στίγματα εἶναι εὐδιακριτώτερα. - Συγκρ. ψαρότερος, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 28.

Middle Liddell

ψᾱρός, ή, όν [ψάρ]
like a starling, i. e. speckled, dappled, ψ. ἵππος a dapple-gray horse, Ar.