τροχαλός

From LSJ
Revision as of 22:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχᾰλός Medium diacritics: τροχαλός Low diacritics: τροχαλός Capitals: ΤΡΟΧΑΛΟΣ
Transliteration A: trochalós Transliteration B: trochalos Transliteration C: trochalos Beta Code: troxalo/s

English (LSJ)

ή, όν, A running, τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησιν makes him run quick, Hes.Op. 518 (but v. infr. ΙΙ); Μοιράων τροχαλώτερε AP7.681 (Pall.); τ. ὄχοι swift-rolling, E.IA146 (anap.). Adv. -λῶς Gloss. II round, AP 5.34 (Rufin), Nic.Th.589, etc.; and in Hes. l.c., Eust. and others interpret it by κυρτός, bowed, bent; cf. τρόχμαλος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui court ; p. ext. rapide ; p. anal. roulant.
Étymologie: τροχός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχαλός -ή -όν [τρόχος] snel lopend, zich snel bewegend.

Russian (Dvoretsky)

τροχᾰλός:
1) бегущий, мчащийся (ὄχοι Eur.): τροχαλόν τινα τιθέναι Hes. заставлять кого-л. бежать;
2) круглый (γελασῖνοι Anth.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ
κυρτός, κεκαμμένος
αρχ.
1. αυτός που τρέχει («ἲς ἀνέμου Βορέου
τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησι», Ησίοδ.)
2. αυτός που περιστρέφεται γρήγορα
3. στρογγυλός, κυκλικός.
επίρρ...
τροχαλώς / τροχαλῶς, ΝΜ
νεοελλ.
(μόνον στη φρ.) «πάρες τροχαλώς»
(ως ναυτικό παράγγελμα) χαλάρωνε το τεντωμένο σχοινί σιγά σιγά, κν. λάσκα αρία
μσν.
βιαστικά, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + επίθημα -αλός (πρβλ. απ-αλός, ομ-αλός)].

Greek Monotonic

τροχᾰλός: -ή, -όν (τρέχω), αυτός που τρέχει, τροχαλόν τινα τιθέναι, κάνω κάποιον να τρέχει γρήγορα, σε Ησίοδ.· τροχαλοὶ ὄχοι, αυτοί που ρολάρουν γρήγορα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

τροχᾰλός: -ή, -όν, (τρέχω) τρέχων, τροχαλόν τινα τιθέναι, «ὀξὺν ἐν τῷ δρόμῳ» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516 (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ)· τροχαλώτερος Ἀνθ. Π. 7. 681· τρ. ὄχοι, οἱ ταχέως κυλινδούμενοι, Εὐρ. Ι. Α. 146· πρβλ. ἐντρόχαλος. - Ἐπίρρ. -λῶς, Κλήμ. Ἀλ. 203. ΙΙ. στρογγύλος, Ἀνθ. Π. 5. 35, Νικ. Θηρ. 589, κτλ.· καὶ παρ’ Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ Εὐστ. καὶ ἄλλοι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ κυρτός, κεκαμμένος, ἐπικαμπής, πρβλ. τρόχμαλος.

Middle Liddell

τροχᾰλός, ή, όν τρέχω
running, τροχαλόν τινα τιθέναι to make one run quick, Hes.; τρ. ὄχοι swift-rolling, Eur.