παρακατέχω

From LSJ
Revision as of 23:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακατέχω Medium diacritics: παρακατέχω Low diacritics: παρακατέχω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΤΕΧΩ
Transliteration A: parakatéchō Transliteration B: parakatechō Transliteration C: parakatecho Beta Code: parakate/xw

English (LSJ)

A keep back, detain, Plb.1.66.5, etc.; restrain, τινας Th.8.93; τὴν ὁρμήν τινος, τὸν ἴδιον θυμόν, Plb.5.67.11, 15.4.11; π. τὰς ὠδῖνας check them, D.S.4.9; π. τὰ ὑγρά checks their circulation, Heraclid.Tar. ap. Ath.2.64f. 2 retain possession of, τὸν Ἀκροκόρινθον Plb.18.45.12. II Pass., to be detained, ὑπὸ τοῦ Σαράπιος UPZ8.19 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 482] (s. ἔχω), bei sich zurückhalten; Thuc. 8, 93; Pol. 1, 66, 55 u. öfter; βουλομένου εἰσιέναι, παρακατέσχε τις τῶν ῥαβδούχων, 5, 26, 10; Sp.; auch neben κωλῦσαι τὴν ὁρμήν, Pol. 2, 67, 11; θυμόν, 13, 4, 11; τῇ μνήμῃ, im Gedächtniß behalten, Sp.

French (Bailly abrégé)

f. παρακαθέξω, ao.2 παρακατέσχον, etc.
retenir, arrêter.
Étymologie: παρά, κατέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-κατέχω in toom houden.

Russian (Dvoretsky)

παρακατέχω:
1) удерживать, сдерживать (τινά Thuc.; τὴν ὁρμήν τινος Polyb.; τῷ λογισμῷ τὸ πάθος Plut.);
2) задерживать, не пускать (sc. τὸν βουλόμενον εἰσιέναι Polyb.);
3) успокаивать, утолять (τὰς ὠδῖνας Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

παρακατέχω: κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, κατέχω, Θουκ. 8. 93, Πολύβ. 1. 66, 5, κτλ.· τὴν ὁρμήν τινος, τὸν θυμὸν ὁ αὐτ. 5. 67, 11, κλ.· π. τὰς ὠδῖνας, ἀνακόπτω, ἐμποδίζω, Διόδ. 4. 9· π. τὰ ὑγρά, παρακωλύω, παρεμποδίζω τὴν κυκλοφορίαν αὐτῶν, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 64F.

Greek Monolingual

ΜΑ
συγκρατώ στη μνήμη
αρχ.
1. αναχαιτίζω, εμποδίζω («αὐτοὺς τε ἡσυχάζειν καὶ τοὺς ἄλλους παρακατέχειν», Θουκ.)
2. ανακόπτω («τῆς μὲν Ἀλκμήνης παρακατασχεῖν τὰς ὠδίνας», Διόδ.)
3. (σχετικά με υγρά) παρακωλύω, παρεμποδίζω την κυκλοφορία τους
4. κατακρατώ, αποκρύπτω
5. καταστέλλω, καταπνίγω
6. κατέχω κάτιΧαλκίδα παρακατέσχε», Πολ.)
7. παθ. παρακατέχομαι
κρατούμαι, κατέχομαι.

Greek Monotonic

παρακατέχω: μέλ. -καθέξω, κρατώ πίσω, αναχαιτίζω, κατακρατώ, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. -καθέξω
to keep back, restrain, detain, Thuc.