συρμός

From LSJ
Revision as of 00:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρμός Medium diacritics: συρμός Low diacritics: συρμός Capitals: ΣΥΡΜΟΣ
Transliteration A: syrmós Transliteration B: syrmos Transliteration C: syrmos Beta Code: surmo/s

English (LSJ)

ὁ, (σύρω) A any sweeping motion, γινέσθω μὴ κατὰ πληγὴν ἡ ἐγχάραξις, ἀλλὰ κατὰ σ. Antyll. ap. Orib.7.18.6; track of meteors, πρηστήρων Pl.Ax.370c, cf. Arist.Mir.843a11; sweep of waves, Ph.1.298; νιφετῶν, ἀνέμων, AP7.8 (Antip. Sid., pl.), 498 (Antip.); χαλαζήεις ib.6.221 (Leon.); trail of a serpent, Plu.Ant.86. II vomiting or purging (cf. συρμαία), Nic.Al.256.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 action de se traîner, de ramper;
2 purgation.
Étymologie: σύρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρμός -οῦ, ὁ [σύρω] spoor (aan de hemel, van meteoren; of van slangen) vlaag (van hagel, sneeuw, kou). AP 6.221.1.

Russian (Dvoretsky)

συρμός:
1) сильный напор, порыв (πρηστήρων Plat.; ἀνέμων Anth.): νιφετῶν συρμοί Anth. снегопад; χαλαζήεις σ. Anth. ливень с градом, сильный град;
2) длинный след (συρμοὶ τῆς ἀσπίδος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συρμός: ὁ, (σύρω) κίνησις μακρὰ διὰ τοῦ σύρειν ἢ σύρεσθαι γινομένη, ὡς τὸ ὀλκός, Λατιν. tractus, ἡ γραμμὴ ἣν σχηματίζουσι τὰ μετέωρα, πρηστήρων Πλάτ. Ἀξίοχ. 370C, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 130. 1· ἐπὶ τῶν κυμάτων ὅταν σύρωνται, ἡ ὁρμητικὴ κίνησις αὐτῶν, Φίλων 1. 298· ἐπὶ τρικυμιῶν καὶ ἰσχυρῶν ἀνέμων, Ἀνθ. Π. 7. 8, 498· χαλαζήεις αὐτόθι 6. 221· ἡ συρτὴ πορεία τοῦ ὄφεως, Πλουτ. Ἀντών. 86. ΙΙ. ἔμετοςκάθαρσις ἰατρικὴ (πρβλ. συρμαία). Νικ. Ἀλεξιφ. 256.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σύρω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σύρω, σύρσιμο, τράβηγμα, έλκυση
νεοελλ.
1. σιδηροδρομική αμαξοστοιχία, τραίνο
2. ελαφρά και παροδική επιδημική νόσος
3. παροδική συνήθεια με την οποία καθορίζεται ο τρόπος ή η μορφή ορισμένων εκδηλώσεων της ζωής, όπως της ενδυμασίας, αλλά και της επίπλωσης κ.ά., μόδα
4. φρ. α) «είναι του συρμού» — είναι της μόδας
β) «συρμός κυμάτων»
(ηλεκτρον.) σειρά κυμάτων τα οποία έχουν όλα την ίδια μορφή και ακολουθούν το ένα μετά το άλλο κατά τη διάδοσή τους σε ένα μέσο, κν. κυματοπακέτο
αρχ.
1. γραμμή μετεώρου («συρμὸς... Ὠρίωνος», Ανθ. Παλ.)
2. η ορμητική κίνηση τών κυμάτων και τών ανέμων
3. ίχνη πορείας φιδιού
4. βία
5. εμετός ή ιατρική κάθαρση.

Greek Monotonic

συρμός: -οῦ, ὁ (σύρω), οποιαδήποτε μακράς έκτασης κίνηση που γίνεται με σύρισμο, τράβηγμα, Λατ. tractus, γραμμή που σχηματίζουν τα μετέωρα, σε Πλάτ.· λέγεται για την ορμητική κίνηση ανέμων και καταιγίδας, σε Ανθ.· συρτή, έρπουσα πορεία του φιδιού, σε Πλούτ.

Middle Liddell

συρμός, οῦ, ὁ, σύρω
any lengthened sweeping motion, Lat. tractus, the track of meteors, Plat.; of storms, Anth.; the trail of a serpent, Plut.