προφυτεύω
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
plant before, Gp.5.11.4 (Pass.): metaph., engender, S.El.198 (anap.).
German (Pape)
[Seite 798] vor oder vorher pflanzen, u. übertr., vorher bereiten, Soph. El. 191.
French (Bailly abrégé)
planter ou semer auparavant, fig. engendrer.
Étymologie: πρό, φυτεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-φυτεύω verwekken.
Russian (Dvoretsky)
προφῠτεύω: досл. насаждать, перен. подготовлять (τι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
προφῠτεύω: φυτεύω πρότερον, προπεφυτεῦσθαι κράμβην Γεωπ. 5. 11, 14· μεταφ., οἱ προφυτεύσαντες. «οἱ προκατασκευάσαντες» (Σχόλ.), Σοφ. Ἠλ. 199.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
φυτεύω προηγουμένως, πριν από κάτι άλλο
αρχ.
προκατασκευάζω («δεινὰν δεινῶς προφυτεύσαντες μορφάν», Σοφ.).
Greek Monotonic
προφῠτεύω: μέλ. -σω, φυτεύω από πριν· μεταφ., προκατασκευάζω, σε Σοφ.