καταστερίζω

From LSJ
Revision as of 13:47, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστερίζω Medium diacritics: καταστερίζω Low diacritics: καταστερίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΡΙΖΩ
Transliteration A: katasterízō Transliteration B: katasterizō Transliteration C: katasterizo Beta Code: katasteri/zw

English (LSJ)

place among the stars, [στέφανον] Pherecyd. 148 J.; τὸν ἐν οὐρανῷ στέφανον κ. DS. 4.61, cf. Plu. 2.308a, Heph.Astr. 1.1; — Pass., DH. 1.61, Theo Sm. p. 130 H.
mark out a constellation, τὴν Πλειάδα δι' ἑπτὰ ἀστέρων καταστερίζομεν Ps.-Alex.Aphr. in Metaph. 832.34. pf. part. Pass., adorned with stars, κατηστερισμένα ζῴδια Hipparch. 1.1.9, Gem. 1.4; κ. σφαῖραι Id. 5.65; ποτήριον Asclep. Myrl. ap. Ath. 11.489e.

German (Pape)

[Seite 1381] unter die Sterne versetzen, Schol. Il. 18, 486. 22, 29; ἐν οὐρανῷ D. Sic. 4, 61; αἱ νῦν ἐν οὐρανῷ κατηστερίσθαι λεγόμεναι D. Hal. 1, 61. – Mit Sternen schmücken, Sp.

French (Bailly abrégé)

placer parmi les astres.
Étymologie: κατά, ἀστερίζω.

Russian (Dvoretsky)

καταστερίζω: помещать среди звезд (τινὰ ἐν οὐρανῷ Diod.; ἐν τιμῇ κατηστερισμένος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταστερίζω: μέλλ. -ίσω, κατατάσσω μεταξὺ τῶν ἄστρων, ἐν οὐρανῷ κ. τινὰ Διόδ. 4, 61· ὁ Κρόνος πάντας κατηστέρισε Πλούτ. 2. 308Α· καὶ Παθ., θυγατέρες ἑπτὰ αἱ νῦν κατηστερίσθαι λεγόμεναι Διον. Ἁλ. 1. 61. ΙΙ. κοσμῶ δι’ ἀστέρων, τὴν σφαῖραν Πρόκλ.― Παθ., κατηστερισμένον ποτήριον Ἀθήν. 489Ε.

Greek Monolingual

καταστερίζω) κατάστερος
τοποθετώ κάποιον ή κάτι μεταξύ τών αστέρων, κατατάσσω σε αστερισμό («ὁ Κρόνος πάντας κατηστέρησε», Πλούτ.)
αρχ.
1. ορίζω, σημειώνω κάποιον αστερισμό
2. στολίζω με αστέρια («κατηστερισμένα ζῴδια», Ίππαρχ.).