μίλτειος

From LSJ
Revision as of 14:16, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίλτειος Medium diacritics: μίλτειος Low diacritics: μίλτειος Capitals: ΜΙΛΤΕΙΟΣ
Transliteration A: mílteios Transliteration B: milteios Transliteration C: milteios Beta Code: mi/lteios

English (LSJ)

α, ον, of μίλτος, μ. στάγμα the red mark made by the carpenter's line, ib. 6.103 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 186] aus, von Mennig oder Röthel, στάγμα, Philp. 15 (VI, 103).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de minium, de vermillon ; rouge vermillon.
Étymologie: μίλτος.

Russian (Dvoretsky)

μίλτειος: из сурика, охры или киновари (στάγμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μίλτειος: -α, -ον, ὁ ἐκ μίλτου, μ. στάγμα, ἡ ἐρυθρὰ γραμμὴ ἣν σχηματίζει ἡ στάφνη (δηλ. τὸ μεμιλτωμένον σχοινίον) τοῦ ξυλουργοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 103.

Greek Monolingual

μίλτειος, -εία, -ον (Α)
1. μίλτινος
2. φρ. «μίλτειον στάγμα» — η κόκκινη γραμμή που σχηματίζεται από σχοινί βαμμένο με μίλτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κατάλ. -ειος (πρβλ. θαλάσσ-ειος)].

Greek Monotonic

μίλτειος: -α, -ον (μίλτος), ερυθρός, μίλτειον στάγμα, το κόκκινο σημάδι που άφηνε στο ξύλο το σχοινί του ξυλουργού, που ήταν αλειμμένο με την βαφική ουσία, μίλτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

μίλτειος, η, ον μίλτος
red, μ. στάγμα the red mark made by the carpenter's line, Anth.