μαρτύρημα

From LSJ
Revision as of 14:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρτῠρημα Medium diacritics: μαρτύρημα Low diacritics: μαρτύρημα Capitals: ΜΑΡΤΥΡΗΜΑ
Transliteration A: martýrēma Transliteration B: martyrēma Transliteration C: martyrima Beta Code: martu/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, testimony, E.Supp.1204.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
témoignage.
Étymologie: μαρτυρέω.

Russian (Dvoretsky)

μαρτύρημα: ατος (ῠ) τό свидетельство, подтверждение Eur.

Greek (Liddell-Scott)

μαρτύρημα: [ῠ], τό, μαρτυρία, Εὐρ. Ἱκέτ. 1204.

Greek Monolingual

και μαρτύρεμα, το (Α μαρτύρημα) μαρτυρώ
νεοελλ.
1. η ανακοίνωση ή η κατάδοση επιλήψιμης πράξης που έκανε κάποιος («τα μαρτυρέματα δεν αρέσουν στον δάσκαλό μας»)
2. βάσανο, ταλαιπωρία, μαρτυρεμός («τράβηξα μεγάλο μαρτύρεμα μ' αυτόν τον άνθρωπο»)
αρχ.
το να αποτελεί κάποιος ή κάτι μαρτυρία ή απόδειξη για κάτι.

Greek Monotonic

μαρτύρημα: [ῠ], -ατος, τό, μαρτυρία, κατάθεση, σε Ευρ.

Middle Liddell

μαρτῠ́ρημα, ατος, τό,
testimony, Eur.

English (Woodhouse)

evidence, testimony

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)