μελαγκόρυφος
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
ὁ, either
A blackcap warbler, Motacilla atricapilla, or a kind of titmouse, Ar.Av.887, Arist.HA592b22,616b4; αἱ συκαλίδες καὶ οἱ μ.… μεταβάλλουσιν εἰς ἀλλήλους ib.632b31, cf. Plin.HN10.86, Gp.15.1.23.
German (Pape)
[Seite 117] mit schwarzem Scheitel, ὁ μελ., ein Vogel, der Mönch, Ar. Av. 887, Arist. H. A. 7, 3. 9, 15, Ath. II, 65 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à tête noire ; subst. ὁ μελαγκόρυφος sorte de fauvette, oiseau.
Étymologie: μέλας, κορυφή.
Russian (Dvoretsky)
μελαγκόρῠφος: ὁ зоол. черноголовка (птица Motacilla atricapilla) Arph., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγκόρῠφος: ὁ, πτηνόν τι ἔχον τὴν κορυφὴν μέλαιναν, κοινῶς «καλογρήτσα», Motacilla atricapilla L.· ἢ (κατὰ τὸν Sundevall) Parus palustris, Ἀριστοφ. Ὄρν. 887, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5., 9. 15, 2· κατὰ τὸν Πλίν. 10. 44, ἦτο τὸ πτηνὸν τὸ καλούμενον ficedula (συκαλίς), ἐδίδετο δὲ εἰς αὐτὸ τὸ δεύτερον τοῦτο ὄνομα κατὰ τὸν καιρὸν τῶν σύκων.
Greek Monolingual
μελαγκόρυφος, ὁ (ΑM)
1. είδος πτηνού που έχει την κορυφή του κεφαλιού μαύρη
2. (κατά τον Ησύχ.) «μελαγκόρυφοι, οἱ ἀποκεκρυμμένοι
ἄμεινον δὲ νοεῖν οἱ ἄνθρωποι μελαγκορύφους, μοιχούς
τοὺς γεννητικοὺς ἀνθρώπους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κορυφή (πρβλ. τρι-κόρυφος)].
Greek Monotonic
μελαγκόρῠφος: ὁ (κορυφή), είδος πτηνού με μαύρο κεφάλι και ράχη, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
μελαγ-κόρῠφος, ὁ, κορυφή
the blackcap, Ar.