μετάβασις

From LSJ
Revision as of 14:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάβᾰσις Medium diacritics: μετάβασις Low diacritics: μετάβασις Capitals: ΜΕΤΑΒΑΣΙΣ
Transliteration A: metábasis Transliteration B: metabasis Transliteration C: metavasis Beta Code: meta/basis

English (LSJ)

εως, ἡ, A moving over, shifting, e.g. of the body in walking, from one leg to the other, Hp.Mochl.20; change of position, Epicur.Ep.1p.16U.: pl., ib.p.17 U. 2 passing over, ἐς τὸ ἕτερον πλοῖον v.l. in Antipho 5.22; migration, change of residence, εἰς Κόρινθον ἐξ Ἀθηνῶν Plu.2.78d; μετάβασιν ποιεῖσθαι ἐπίBGU137.6 (ii A. D.). II change, τῶν πολιτειῶν γένεσις καὶ μετάβασις Pl.Lg.676c; δοκεῖ ἡ μ. ἐντεῦθεν γίγνεσθαι Id.R.547c; τῶν νομίμων Arist.Pol.1303a22 (pl.); ἡ μ. ἐκ [τῶν φυτῶν] εἰς τὰ ζῷα συνεχής ἐστιν Id.HA588b11; μετάβασις ἀπὸ ποιότητος εἰς ποιότητα Sor.2.15; αἱ τῆς τραγῳδίας μ. Arist.Po.1449a37; but ἡ μετάβασις = the reversal of fortune in a drama, ib.1455b28. III transition from one subject to another, Luc.Hist.Conscr.55; as a figure in Rhet., Quint.9.3.25. 2 inference or procedure by analogy, Phld. Rh.1.105 S., Sign.19, S.E.M.8.194; ἡ κατὰ τὸ ὅμοιον μετάβασις Phld.Sign. 38, al.; also in Medicine, ἡ τοῦ ὁμοίου μετάβασις Gal.1.118.

German (Pape)

[Seite 144] ἡ, das Übergehen, εἰς ἕτερον πλοῖον, Antipho 5, 22; Veränderung, Plat. Rep. VIII, 547 c u. öfter; bes. auch das Übergehen auf einen andern Gegenstand in der Rede, Luc. hist. conscr. 55.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 passage d'un lieu à un autre ; fig. t. de rhét. passage d'un sujet à un autre, transition;
2 changement.
Étymologie: μεταβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

μετάβᾰσις: εως ἡ
1) переход, переезд, переселение (εἰς Κόρινθον ἐκ Θηβῶν Plut.);
2) смена, превращение, изменение (τῶν πολιτειῶν Plat.; τῶν νομίμων Arst.);
3) лог. переход, прыжок: μ. εἰς ἄλλο γένος Arst. переход (рассуждения) в другую область (ошибка, приводящая к смешению понятий и к игре слов).

Greek (Liddell-Scott)

μετάβᾰσις: ἡ, ἡ μετακίνησις, π.χ. ἐπὶ τοῦ σώματος κατὰ τὸ βάδισμα, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς σκέλους εἰς τὸ ἕτερον, Ἱππ. Μοχλ. 852. 2) τὸ μεταβαίνειν, ἐς τὸ ἕτερον πλοῖον Ἀντιφῶν 132. 5· μετοίκησις, Πλούτ. 2. 78D. ΙΙ. μεταβολή, ἀνατροπὴ νόμων καὶ κυβερνήσεως, Πλάτ. Νόμ. 676C· ἡ μ. ἐντεῦθεν γίγνεται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 547C· τῶν νομίμων Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 10· ἔκ τινος εἴς τι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 6, κ. ἀλλ.· περὶ τῶν μεταβολῶν ἢ τροπῶν ἐν τῇ τραγῳδίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 5. 3., 18. 2. ΙΙΙ. μετάβασις ἐκ μιᾶς ὑποθέσεως εἰς ἑτέραν, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 55, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 194· ὡς ῥητορικὸν σχῆμα, Quintil., κτλ.

Greek Monotonic

μετάβᾰσις: ἡ, (μεταβαίνω),·
I. αλλαγή θέσης, μετανάστευση, σε Πλούτ.
II. αλλαγή, επανάσταση έναντι των κυβερνώντων, σε Πλάτ.
III. μεταφορά από ένα σημείο σε άλλο, σε Λουκ.

Middle Liddell

μετάβᾰσις, ιος, ἡ, μεταβαίνω
I. a passing over, migration, Plut.
II. change, revolution in government, Plat.
III. transition from one to another, Luc.