μύρτον

From LSJ
Revision as of 14:44, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρτον Medium diacritics: μύρτον Low diacritics: μύρτον Capitals: ΜΥΡΤΟΝ
Transliteration A: mýrton Transliteration B: myrton Transliteration C: myrton Beta Code: mu/rton

English (LSJ)

τό, A myrtle-berry, Pherecr.148, Ar.Av.160, 1100, Pl.R. 372c, Theopomp.Com.67, Antiph.179.4, Thphr.HP1.12.1, Char.11.4, etc. 2 = μυρσίνη, Archil.164. II pudenda muliebria, Ar. Lys.1004, Ruf.Onom.111, Poll.2.174.

German (Pape)

[Seite 222] τό, 1) die Myrthenbeere, die Frucht des μύρτος; Ar. Av. 160. 1100; Plat. Rep. II, 372 c u. Folgde. – 2) ein Theil der weiblichen Schaam, sonst κλειτορίς, Ar. Lys. 1004, vgl. μυρτοχειλίδες.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 baie de myrte;
2 « le bouton », le clitoris.
Étymologie: μύρτος.

Russian (Dvoretsky)

μύρτον:
1) миртовая ягода Arph., Plat.;
2) Arph. = κλειτορίς 2.

Greek (Liddell-Scott)

μύρτον: -ου, τό, ὁ καρπὸς τῆς μύρτου, μυρσίνης, Λατ. myrtum, Ἀριστοφ. Ὄρν. 160, 1100, Πλάτ. Πολ. 372C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3. 2) = μυρσίνη, Ἀρχίλ. 155. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 1034· ταὐτόσημον τῷ νύμφηκλειτορίς, Ροῦφος σελ. 32, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.· μυρτόχειλα, τά, καὶ μυρτοχειλίδες, αἱ, τὰ χείλη αὐτοῦ, αὐτόθι.

Spanish

rama de mirto

Greek Monotonic

μύρτον: -ου, τό, ο καρπός της μυρτιάς, Λατ. myrtum, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μύρτον, ου, τό,
a myrtle-berry, Lat. myrtum, Ar. [from μύρτος