ξεναγωγός
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
όν, later form for ξεναγός II, f.l. in Th.2.75 and Plu.Ages.36.
German (Pape)
[Seite 276] = ξεναγός, Sp., auch früher als v.l., vgl. Lob. Phryn. 430.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. ξεναγός.
Étymologie: ξένος, ἄγω.
Russian (Dvoretsky)
ξενᾰγωγός: ὁ Plut. = ξεναγός 1.
Greek (Liddell-Scott)
ξενᾰγωγός: -όν, τύπος μεταγεν. τοῦ ξεναγὸς ΙΙ, Λοβ. Φρύν. 430, Schäf. εἰς Πλουτ. Ἀγησ. 36· ― ξεναγωγέω, ὁδηγῶ ξένον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ξεναγωγός, -όν (Α)
ξεναγός, οδηγός ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός)].