τιμητικός
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ή, όν, A estimating: I for determining the amount of punishment, πινάκιον τ. Ar.V.167. 2 ἀνὴρ τ., = Lat. vir censorius, one who has been censor (τιμητής), Plu.TG4; τ. οἶκοι, τ. ὑπομνήματα, D.H. 1.74; ἡ τ. ἀρχή, = τιμητεία, Plu.Aem.38; ἄρχοντα τὸν διὰ πέντε ἐτῶν τιμητικὸν (sc. ἀγῶνα) Ἀφροδίτης IG14.745 (Naples). II doing honour to, τινων Plu.2.120a; πρὸς Ῥωμαίους τὸ -κὸν τηρῶν J.AJ19.8.1: cf. τιμικόν. Adv. -κῶς, χρῆσθαί τινι Ph.1.613, cf. 273 (but, in the manner befitting an assessor, OGI565.20 (Oenoanda)).
German (Pape)
[Seite 1116] schätzend, ehrend; – abschätzend; πινάκιον, Ar. Vesp. 167, das Stimmtäfelchen der Richter, ὅπου τὴν μακρὰν χαράσσοντες κατεδίκαζον ἢ τὴν μικρὰν καὶ ἀπέλυον, Schol.; – ὁ τιμητικός, vir censorius, der Censor gewesen ist; ἡ τιμητικὴ ἀρχή, = τιμητεία, Plut. Aemil. P. 38.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. relatif à une estimation, d'où :
1 relatif à la fixation d'une peine;
2 à Rome qui concerne le censeur ou la censure ; ὁ τιμητικός PLUT personnage ayant exercé la censure;
II. disposé à honorer, respectueux de, gén..
Étymologie: τιμάω.
Russian (Dvoretsky)
τῑμητικός:
1) служащий для определения наказаний: πινάκιον τιμητικόν Arph. судейская табличка (на которой каждый член суда обозначал свое предложение приговора: длинной чертой - осуждение, короткой - оправдание);
2) относящийся с уважением, уважающий (τινος Plut.);
3) (в Риме), цензорский (ἀρχή Plut.).
II ὁ (лат. vir censorius) бывший цензор Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμητικός: -ή, -όν, ὁ ἐκτιμῶν, 1) ὁ χρησιμεύων πρὸς καθορισμὸν τοῦ μεγέθους τῆς ποινῆς, πινάκιον τ. Ἀριστοφ. Σφ. 167. 2) ὁ χρησιμεύων πρὸς καθορισμὸν ἢ ἐκτίμησιν τῆς περιουσίας· ὅθεν ὡς οὐσιαστ., = τῷ Λατ. vir censori s, χρηματίσας cens-or (τιμητής), Πλουτ. Τ. Γράκχ. 4· ἡ τιμητικὴ ἀρχή = τιμητεία, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, κλπ.· ἄρχων τ. τιμητὴς ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5796. ΙΙ. ὁ παρέχων τιμὴν εἴς τινα, τινος Πλούτ. 2. 120Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τιμητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τιμητής
1. (για πρόσ.) αυτός που παρέχει, που αποδίδει τιμή σε κάποιον (α. «τιμητική φρουρά» β. «τιμητικὸς... τῶν καθηγησαμένων», Πλούτ.)
2. αυτός που δηλώνει τιμή, που φανερώνει εκτίμηση σε κάποιον (α. «τιμητικός τίτλος» β. «τιμητική προσαγόρευση» γ. «τιμητικοὺς θριάμβους», Ευστ.
δ. «τιμητικὸν [ενν. ἀγῶνα] Ἀφροδίτης», επιγρ.)
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τιμητή, στον κήνσορα («τότε τὴν τιμητικὴν ἀρχὴν μετῄεσαν» — την τιμητεία, Πλούτ.)
νεοελλ.
(για πράγμ.) αυτός που παρέχεται ως εκδήλωση τιμής, ως έκφραση σεβασμού προς ένα εξέχον πρόσωπο («τιμητική σύνταξη»)
αρχ.
φρ. «τιμητικὸς ἀνήρ»
(στην αρχ. Ρώμη) αυτός που χρημάτισε τιμητής (Πλούτ.).
επίρρ...
τιμητικώς / τιμητικῶς ΝΜΑ, και τιμητικά Ν
με εκδηλώσεις τιμής, σεβασμού
νεοελλ.
σε ένδειξη τιμής, ως έκφραση τιμής («του χορηγήθηκε η σύνταξη τιμητικώς»).
Greek Monotonic
τῑμητικός: -ή, -όν, αυτός που διαμορφώνει την εκτίμηση·
1. λέγεται για τον καθορισμό του μεγέθους της ποινής, πινάκιον τιμητικόν, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για τον καθορισμό του μεγέθους της περιουσίας, ἡ τιμητικὴ ἀρχή = τιμητεία, σε Πλούτ.· τιμητικός, ὁ, Λατ. vir censorius, κάποιος που έχει υπάρξει τιμητής, στον ίδ.
Middle Liddell
τῑμητικός, ή, όν
forming an estimate,
1. for determining the amount of punishment, πινάκιον τ. Ar.
2. for determining the amount of property, ἡ τιμητικὴ ἀρχή = τιμητεία, Plut.: τιμητικός, οῦ, = Lat. vir censorius, one who has been censor (τιμητήσ), Plut.