ἀνακρέκομαι

From LSJ
Revision as of 17:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακρέκομαι Medium diacritics: ἀνακρέκομαι Low diacritics: ανακρέκομαι Capitals: ΑΝΑΚΡΕΚΟΜΑΙ
Transliteration A: anakrékomai Transliteration B: anakrekomai Transliteration C: anakrekomai Beta Code: a)nakre/komai

English (LSJ)

begin to play, ἐς σὲ ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται each bird tunes its voice for thee, AP9.562 (Crin.).

Spanish (DGE)

cantar ναὶ δὲ σὲ ... ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται AP 9.562 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 193] ein Saiteninstrument zu schlagen anfangen, dah. übertr., εἰς σὲ ἅπας ὄρνισἀνακρέκεται, dir zu Ehren singt jeder Vogel, Crinag. 27 (IX, 562).

French (Bailly abrégé)

commencer à frapper les cordes d'une lyre, commencer à chanter ; εἴς τινα en l'honneur de qqn.
Étymologie: ἀνά, κρέκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακρέκομαι: начинать бряцать по струнам: ἀ. τινα (v.l. εἴς τινα) Anth. славить кого-л. песнями.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακρέκομαι: Μέσ., ἀνακρούω ἐντατὸν ὄργανον διὰ τοῦ πλήκτρου, ἠχῶ, φθέγγομαι, σὲ ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται, ἑκαστον πτηνὸν παρασκευάζειν τὴν φωνήν του διὰ σέ, Ἀνθ. Π. 9. 562. Ἴδε κρέκω.

Greek Monolingual

ἀνακρέκομαι (Α)
ανακρούω όργανο, αρχίζω να παίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κρέκω «χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου»].

Greek Monotonic

ἀνακρέκομαι: Μέσ., βρίσκω τον τόνο, συντονίζομαι, σε Ανθ.

Middle Liddell

Mid., to tune up, Anth.