ἀνατυρβάζω
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
Spanish (DGE)
desordenar πόλιν Ar.Eq.310.
German (Pape)
[Seite 212] in Unordnung bringen, Ar. Equ. 311.
French (Bailly abrégé)
troubler profondément.
Étymologie: ἀνά, τυρβάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατυρβάζω: приводить в смятение, расстраивать (τὴν πόλιν ἀνατετυρβακώς Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατυρβάζω: μέλλ. -άσω, ἀναταράσσω, τὴν πόλιν ἅπασαν ἡμῶν ἀνατετυρβακὼς Ἀριστοφ. Ἱππ. 310.
Greek Monolingual
ἀνατυρβάζω (Α)
αναταράζω, προκαλώ θόρυβο, ταραχή.
Greek Monotonic
ἀνατυρβάζω: μέλ. -σω, αναταράσσω, συγχέω, μπερδεύω, σε Αριστοφ.