ἀνασπαράσσω
From LSJ
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
tear up, ῥίζας E.Ba.1104.
Spanish (DGE)
(ἀνασπᾰράσσω) arrancar ῥίζας E.Ba.1104.
German (Pape)
[Seite 208] in die Höhereißen, Eur. Bacch. 1098, zerreißen.
French (Bailly abrégé)
arracher.
Étymologie: ἀνά, σπαράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασπᾰράσσω: вырывать, выкорчевывать (ῥίζας μοχλοῖς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασπᾰράσσω: μέλλ. -άξω, ἐξέλκω, «τραβῶ» ἐπάνω καὶ «κατακομματιάζω», ῥίζας ἀνεσπάρασσον ἀσιδήροις μοχλοῖς Εὐρ. Βάκχ. 1104.
Greek Monolingual
ἀνασπαράσσω κ. -ττω (Α)
1. κομματιάζω, ξεσχίζω
2. τραβώ προς τα πάνω, ξεριζώνω.
Greek Monotonic
ἀνασπᾰράσσω: μέλ. -ξω, σπάζω, ξεσχίζω, κομματιάζω, σε Ευρ.
Middle Liddell
to tear up, Eur.