ἀπήωρος
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
ον, high in air, ἀ. δ' ἔσαν ὄζοι Od.12.435; cf. ἀπήορος.
Spanish (DGE)
-ον
elevado, que está por arriba ἀπήωροι δ' ἔσαν ὄζοι Od.12.435.
German (Pape)
[Seite 290] (αἰωρέω), = ἀπήορος, Od. 12, 485 ἀπήωροι ὄζοι, weit abstehende Aeste.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se lève ou apparaît à distance.
Étymologie: ἀπό, ἀείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπήωρος: высоко висящий (ὄζοι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπήωρος: -ον, «ἀπῃωρημένος», ἀπήωροι δ’ ἔσαν ὄζοι Ὀδ. Μ. 435, πρβλ. ἀπήορος.
English (Autenrieth)
(ἀείρω): hanging (high) away; ὄζοι, Od. 12.435†, cf. 436.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀπήωρος: -ον = ἀπ-ήορος, μετέωρος, σε Ομήρ. Οδ.