ἀπόφθεγμα
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ατος, τό, terse pointed saying, apophthegm, of Theramenes, X.HG2.3.56; of Anaxagoras, Arist.Metaph.1009b26; of Pittacus, Id.Rh.1389a16; of the Spartans, ib.1394b34: in plural, title of work by Plu.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 sentencia en gener. aguda y breve apotegma Πιττακοῦ Arist.Rh.1389a15, cf. Sch.Il.10.249, Ἀναξαγόρου Arist.Metaph.1009b26, σοφῶν Plu.2.145e, 2.408e, τῆς Πυθιάδος D.C.62.13.3, τὰ ἀποφθέγματα τοῦ σωτῆρος Eu.Mariae en POxy.3525.14
•en plu. τὰ Λακωνικὰ ἀποφθέγματα Arist.Rh.1394b35, como tít. de algunos tratados de Plutarco, Plu.2.172b, 208a, c. valor más genérico, X.HG 2.3.56.
2 doctrina προσδοκάσθω ὡς ὑετὸς τὸ ἀ. μου aguárdese como lluvia mi doctrina LXX De.32.2, μάταια ἀποφθέγματα LXX Ez.13.19.
German (Pape)
[Seite 334] τό, Ausspruch, bes. eine witzige, sentenzenartige Antwort, Gedenkspruch, Xen. Hell. 2, 3, 24; Cic. fam. 9, 16 u. öfter; Plut., der Sammlungen von dergleichen gemacht hat.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
apophtegme, sentence, précepte.
Étymologie: ἀποφθέγγομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόφθεγμα: ατος τό сжатое высказывание, изречение, меткое слово Xen., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόφθεγμα: τὸ, βραχὺ καὶ περιληπτικὸν λόγιον, εὐφυὴς ῥῆσις εὔστοχος ἀπάντησις, ὡς ἡ τοῦ Θηραμένους πρὸς τὸν Σάτυρον, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· Ἀναξαγόρου δὲ καὶ ἀπόφθεγμα μνημονεύεται πρὸς τῶν ἑταίρων τινὰς Ἀριστ. Μεταφ. 3. 5, 13· ὥσπερ τὸ τοῦ Πιττακοῦ ἔχει ἀπόφθεγμα εἰς Ἀμφιάραον Ρητ. 2.12. 6· τὰ Λακωνικὰ ἀποφθέγματα αὐτόθι 21. 8. Ὁ Πλούταρχος ἐποίησε συλλογὴν ἀποφθεγμάτων.
Greek Monolingual
το (AM ἀπόφθεγμα) αποφθέγγομαι
σύντομη κρίση, γνωμικό, ρητό.
Greek Monotonic
ἀπόφθεγμα: -ατος, τό (ἀποφθέγγομαι), σύντομο, βραχύ και περιεκτικό ρητό, απόφθεγμα, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἀποφθέγγομαι
a terse pointed saying, an apophthegm, Xen.